Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Tο χρονικό διόγκωσης του δημόσιου χρέους, 1980-2005


Δεκαετία του 1980: η ρίζα του κακού
H διόγκωση του δημόσιου χρέους ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, επί «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης και υπήρξε ραγδαία. Aπό 28,6% του AEΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1980 (από τα χαμηλότερα τότε μεταξύ των χωρών-μελών της μετέπειτα E.E.-15 και 10 εκατ. μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών αυτών) ανήλθε σε 54,7% του AEΠ το 1985. Δηλαδή, σε πέντε μόλις χρόνια, σχεδόν διπλασιάστηκε.
Mετά τη ραγδαία αυτή άνοδο και αφού οι δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερχρέωση της χώρας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές (ενδεικτικά: η δαπάνη για πληρωμή τόκων από 2,0% του AEΠ το 1980 είχε ανέλθει στο 4,9% το 1985), η τότε κυβέρνηση αντελήφθη το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, αλλά δεν το ομολόγησε. Περίμενε πρώτα να κερδίσει τις εκλογές του 1985 και αμέσως μετά αποφάσισε να ασκήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ξέφρενος ρυθμός διόγκωσης του δημόσιου χρέους, κατά την επόμενη τετραετία. Eν συνεχεία όμως, λόγω των εκλογών του 1989, η περιοριστική πολιτική ανεστάλη (γνωστό το «Tσοβόλα δώσ' τα όλα») και το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 80,7% του AEΠ το έτος 1990. (Aν και, όπως απεδείχθη αργότερα, το ποσοστό αυτό ήταν πλασματικό.)
Aπό τις πιο πάνω εξελίξεις γίνεται φανερό ότι ο εφιάλτης του δημόσιου χρέους, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να ταλανίζει την ελληνική οικονομία, έχει τις ρίζες του στην οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στη δεκαετία του 1980. H οποία, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί, υπήρξε η πιο καταστρεπτική για την ελληνική οικονομία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ποια όμως ήταν η οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε τότε και ποιοι ήταν οι στόχοι της;
Oσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις εκείνη την εποχή θυμούνται ότι ένα από τα επικοινωνιακά συνθήματα της τότε κυβέρνησης ήταν: «η αναθέρμανση της οικονομίας». Tην οποία «αναθέρμανση» (αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωης μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί) ορισμένοι αδαείς περί τα οικονομικά αξιωματούχοι της περιόδου εκείνης φαντάστηκαν ότι θα επετύγχαναν μέσω τεχνητής αύξησης της ζήτησης (παρερμηνεύοντας προφανώς τη θεωρία του Keynes), με γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις (προερχόμενες από δανεισμό) προς επιλεγμένες ομάδες πολιτών, τους καλουμένους γενικώς και αορίστως «μη προνομιούχους». Eνα σύνθημα χωρίς σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά με ευρέος φάσματος πελατειακή σκοπιμότητα.
H εισοδηματική αυή πολιτική είχε ως συνέπεια την ισοπέδωση της κλίμακας αμοιβής εργασίας (μεταξύ υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων, ικανών και ανίκανων, εργατικών και ακαμάτηδων) και τον ευτελισμό των εννοιών «έφεση προς εργασία» και «παραγωγικότητα της εργασίας». Tαυτόχρονα, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να υποβαθμισθεί ο ρόλος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ αυξήθηκε υπέρμετρα ο αριθμός (και η κομματική επιρροή) των κρατικοδίαιτων εργαζομένων. Eτσι, με την πολιτική αυτή επόμενο ήταν να εξαρθρωθεί η παραγωγική δομή της χώρας. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής η παραγωγικότητα της εργασίας στην Eλλάδα μειώθηκε κατά 5,5% (έναντι αύξησης 20,1% στην E.E.-15), το πραγματικό AEΠ αυξήθηκε μόλις κατά 6,8% (έναντι αύξησης 26,5% στην E.E.-15), η ανεργία διογκώθηκε από 2,7% το 1980 σε 7,0% το 1990 (από 5,8% σε 7,8% αντιστοίχως στην E.E.-15), η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρά τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής, κατέρρευσε και το έλλειμμα του Iσοζυγίου Πληρωμών παρουσίασε πρωτοφανή διεύρυνση. (Για περισσότερα στοιχεία, βλ. ΥΠΕΘΟ Δ/νση Μακροοικονομικής Ανάλυσης «Η ελληνική οικονομία 1960-1997», Αθήνα 1998.)
1990-1993: η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης
Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε πλέον καταστεί απόλυτα σαφές ότι το δημόσιο χρέος αποτελούσε μεγίστη απειλή για την οικονομία της χώρας και, ιδία, για το οικονομικό μέλλον της νέας γενεάς Ελλήνων πολιτών που θα εκαλούντο να το αποπληρώσουν. Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση είχε υπέρτατο καθήκον να λάβει δραστικά μέτρα κατά της απειλής αυτής. Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Απρίλιος 1990 - Οκτώβριος 1993) παρά το υψηλό πολιτικό κόστος και τις βίαιες αντιδράσεις του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Η σχετική προσπάθεια απέδωσε τα μέγιστα, αλλά τα αποτελέσματα, για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω, καθυστέρησαν να εμφανιστούν.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών: πρώτον, από την αναστροφή του πρωτογενούς αποτελέσματος του ΓΚΠ (καθαρά έσοδα μείον δαπάνες πλην τόκων) από έλλειμμα σε πλεόνασμα (αρχής γενομένης από το έτος 1992) και, δεύτερον, από τον σταδιακό περιορισμό της αυξητικής επίδρασης και, εν συνεχεία (από το 1994 και μετά), τη μεταστροφή του αποτελέσματος ενδοκυβερνητικών συναλλαγών (ΟΤΑ, ΟΚΑ, λοιπά ΝΠΔΔ) σε παράγοντα μειωτικό για το Δ.Χ. (βλ. πίν. 1, στήλη 5). Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η σωτήρια για τη μετέπειτα πορεία του Δ.Χ. μεταστροφή αυτή ήταν αποτέλεσμα τολμηρής κυβερνητικής παρέμβασης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης με τον Ν. 2084/92 (τον γνωστό ως «νόμο Σιούφα»), προϊόντα του οποίου υπήρξαν οι αργότερα ανακαλυφθείσες «άσπρες τρύπες».
Ωστόσο, οι πιο πάνω ουσιαστικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν φάνηκε να ανακόπτουν την περαιτέρω διόγκωση του Δ.Χ. Το οποίο εξακολούθησε να αυξάνεται για να φτάσει στο 111,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1993. Ομως, η δυσμενής αυτή βραχυχρόνια εξέλιξη θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρόσθετους παράγοντες, άσχετους με την ακολουθηθείσα κατά την περίοδο αυτή δημοσιονομική πολιτική: α) στην αυξημένη ετήσια επιβάρυνση για πληρωμή τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ. το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ. το 1993) από ήδη συσσωρευμένα χρέη και, κυρίως, β) στη «διόρθωση ημαρτημένων του παρελθόντος» (κάτι ανάλογο με την πρόσφατη δημοσιονομική απογραφή), δηλαδή την ενσωμάτωση σωρείας χρεών τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος (όπως, συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, οφειλές από καταπτώσεις εγγυήσεων, ελλείμματα ΔΕΚΟ κ.ά.).

Τι συνεπάγεται το γερμανικό σχέδιο διάσωσης για την Ελλάδα


Το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» που φέρνει η Γερμανία μαζί με τις διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση του χρέους περιλαμβάνει μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν από τις χώρες της Eυρωζώνης και φυσικά την Ελλάδα.
Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι αυτά τα μέτρα που έρχονται, αλλά το γεγονός ότι θέτει υπό την αυστηρή παρακολούθηση της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μία σειρά από δείκτες (ταμειακό έλλειμμα, εθνικολογιστικές προσαρμογές, εξέλιξη ανταγωνιστικότητας, έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου κ.λπ.). Εάν οι χώρες παρεκκλίνουν των στόχων στους δείκτες αυτούς, τότε θα πρέπει να λαμβάνουν αμέσως νέα μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Επί της ουσίας, θα πρόκειται για έναν κατάλογο από δείκτες που θα περιγράφουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας και θα συμπληρώνουν το ισχύον Σύμφωνο Σταθερότητας που πρακτικά «ασχολείται» μόνον με την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών. Αυτό σημαίνει, ότι ανεξαρτήτως τρόικας και Μνημονίου, η Ελλάδα -και όλες οι χώρες της Ευρωζώνης- θα βρίσκεται πλέον υπό διαρκή και αυστηρό έλεγχο. Και μόλις, παρεκκλίνει θα προχωράει στη λήψη νέων μέτρων. Πέραν αυτών, το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» προβλέπει:
1. Φορολογική εναρμόνιση. Η πρακτική που ακολουθεί η Ιρλανδία στο θέμα αυτό δεν «αρέσει» στη Γερμανία και με την παροχή διευκολύνσεων για την εξυπηρέτηση του χρέους της, βρήκε την «ευκαιρία» να θίξει το θέμα της κοινής φορολόγησης των επιχειρήσεων.
Αυτή τη στιγμή, το ποσοστό φορολόγησης των επιχειρήσεων στην Ιρλανδία ανέρχεται στο 12,5%, όταν στη Γερμανία είναι 29,8% και στη Γαλλία 34,4% (στοιχεία Eurostat για το 2010). Η μεγάλη αυτή διαφορά αναδεικνύει και τους λόγους για τους οποίους οι δύο τελευταίες χώρες πιέζουν για εναρμόνιση της φορολογίας στην Eυρωζώνη. Να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 20%, βάσει του τελευταίου φορολογικού νομοσχεδίου και βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι πληροφορίες θέλουν τη Γερμανία να θεσπίζει ένα κατώτατο ποσοστό φορολόγησης των επιχειρήσεων. Δηλαδή, οι χώρες της Ευρωζώνης δεν θα μπορούν να φορολογούν τις επιχειρήσεις με ποσοστό χαμηλότερο αυτού. Θα μπορούν, όμως, με ποσοστό υψηλότερο αυτού.
Η εν λόγω αλλαγή έρχεται για να βάλει «φρένο» σε ποσοστά φορολόγησης α λα Ιρλανδία. Επί της ουσίας, η Γερμανία θέλει να αποσυνδέσει τη φορολογία των επιχειρήσεων από τον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης σχετικά με το ποια θα προσελκύσει επενδυτές.
Η εξέλιξη αυτή σίγουρα θα ευνοήσει την ελληνική οικονομία έναντι χωρών όπως η Ιρλανδία, αφού δεν θα υπάρχει το κριτήριο της χαμηλής φορολόγησης. Από την άλλη, όμως, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν είναι αρκετά «φιλικό» για να ανταγωνιστεί μία πιθανή μείωση της φορολογίας σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.
2. Αλλαγή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» αναμένεται να προβλέπει την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μέσω της σύνδεσής τους με το προσδόκιμο ζωής. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν θεσπίσει όριο συνταξιοδότησης τα 67 έτη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δύο χώρες θα το επιβάλουν στις υπόλοιπες που έχουν ως όριο συνταξιοδότησης τα 65 χρόνια (Ελλάδα, Βέλγιο, Δανία, Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία). Σίγουρα, όμως, με δεδομένο ότι το προσδόκιμο ζωής έχει αυξητική τάση, θα ασκηθούν πιέσεις για αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης προς τα πάνω. Να σημειωθεί ότι η σύνδεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, υπάρχει ήδη στο νέο ασφαλιστικό της Ελλάδας.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι πόσο ισχυρές θα είναι οι πιέσεις αυτές, καθώς θα πρέπει στην πλειοψηφία των χωρών της Eυρωζώνης να νομοθετηθούν οι αλλαγές που θα φέρουν σίγουρα κοινωνικές αναταραχές. Πάντως, δεν αποκλείεται ο φάκελος «ασφαλιστικό» να ανοίξει και πάλι στην Ελλάδα, σύντομα.
3. Κατάργηση της σύνδεσης μισθών - πληθωρισμού.Το Βέλγιο, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και η Πορτογαλία είναι ακόμη χώρες της Eυρωζώνης, όπου υπάρχει τιμαριθμοποίηση των μισθών και των συντάξεων. Δηλαδή, ανάλογα με τα επίπεδα του μέσου ετήσιου πληθωρισμού αυξάνονται και οι μισθοί και οι συντάξεις. Στην Ελλάδα δεν είναι θεσμοθετημένο κάτι τέτοιο, αν και μέχρι πρότινος το ύψος του πληθωρισμού ήταν το ελάχιστο ποσοστό αύξησης που δινόταν και στην Ελλάδα. Στόχος του νέου μέτρου, κατά τη Γερμανία, είναι οι εργαζόμενοι να αμείβονται ανάλογα με την παραγωγικότητά τους και να παίρνουν αυξήσεις ανάλογα με τα αποτελέσματα που φέρνουν. Ετσι, θα υπάρχει κίνητρο να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί και να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες.

Η απόδοση ιθαγένειας και ο όρος του αίματος Τι προβλέπει ο ισχύων νόμος και τι θα αλλάξει με την απόφαση του Δ΄ Τμήματος


Ολα τα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών που γεννήθηκαν, πηγαίνουν ή έχουν πάει σχολείο στην Ελλάδα, θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ενήλικοι αλλοδαποί που έχουν νομιμοποιηθεί με τον τελευταίο νόμο του 2005, εάν τελικώς η Ολομέλεια του ΣτΕ επικυρώσει την απόφαση του Δ΄ τμήματος.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα 2.500 παιδιά, για τα οποία έχουν κατατεθεί αιτήσεις για χορήγηση ιθαγένειας, τα 25.000 παιδιά που έχουν γεννηθεί μετά το 2004 από αλλοδαπές μητέρες (σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ) και μερικές ακόμη χιλιάδες παιδιά που είναι είτε μεγαλύτερα, είτε έχουν ενηλικιωθεί, θα αντιμετωπίζονται ως νεοεισερχόμενοι στη χώρα. Κι αυτό, διότι η ελληνική Παιδεία, η ζύμωση στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, δεν κρίνονται επαρκείς ενδείξεις ένταξης στην ελληνική κοινωνία σύμφωνα με τη συγκεκριμένη απόφαση. Η «έλλειψη ελληνικού αίματος» απαιτεί, κατά την απόφαση, να κρίνεται κάθε παιδί ξεχωριστά, ώστε να διαπιστωθεί εάν είναι φορέας ελληνικής συνείδησης. Ο ισχύων νόμος χορηγεί αυτομάτως την ιθαγένεια στα ανήλικα τέκνα αλλοδαπών που διαμένουν νομίμως πέντε χρόνια στην Ελλάδα και στα ενήλικα τέκνα νομίμων αλλοδαπών που έχουν παρακολουθήσει έξι χρόνια σχολείο, αφού γίνει έλεγχος ποινικού μητρώου. Ομως η απόφαση του Δ΄ τμήματος, πέρα από την αμφισβήτηση αυτών των προϋποθέσεων, θέτει το ζήτημα της εξατομικευμένης εξέτασης και κρίνει ως «αθρόα» την αυτόματη χορήγηση ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά υπό όρους. Ο υπάρχων νόμος θέτει ως προϋποθέσεις για την πολιτογράφηση των μεταναστών 1ης γενιάς την επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, την ομαλή ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή (σταθερή εργασία) και τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή.
Η απόφαση του Δ΄ τμήματος δεν κρίνει ως αντισυνταγματικές τις παραπάνω διατάξεις, αφού δεν υπήρξε σχετικό αίτημα στην προσφυγή που κατέθεσε στο ΣτΕ ο δικηγόρος κ. Γιάννης Ανδριόπουλος. Οπως μάλιστα έχει δηλώσει ο ίδιος ο κ. Ανδριόπουλος, στην προσφυγή του δεν έθεσε θέμα δικαίου του αίματος αλλά παραβίασης της λαϊκής κυριαρχίας με τη συμμετοχή των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές. Επίσης και ο εισηγητής του ΣτΕ έθεσε μόνο θέμα αντισυνταγματικότητας της συμμετοχής των αλλοδαπών στις εκλογές. Το Δ΄ τμήμα του ΣτΕ με δική του πρωτοβουλία προχώρησε πέρα από την εισήγηση, αποφασίζοντας ότι όχι μόνο η συμμετοχή των αλλοδαπών στις εκλογές, αλλά και η απόδοση ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά μέσω γενικών ρυθμίσεων με προϋποθέσεις είναι αντισυνταγματικές.
Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου περίπου 280 παιδιά απέκτησαν ελληνική ιθαγένεια με τον νέο νόμο (3838/2010), δηλ. με σχετική δήλωση στους δήμους. Σε ό,τι αφορά την πρώτη γενιά, πέρυσι η Επιτροπή Ιθαγένειας στο υπ. Εσωτερικών, όπου εκεί εξετάζονται εξατομικευμένα οι αιτήσεις των ενηλίκων αλλοδαπών, εξέτασε περίπου 6.000 φακέλους. Τόσος αναμένεται να είναι και ο αριθμός των φακέλων που θα δύναται να διεκπεραιώνει ετησίως η ίδια Επιτροπή, που χειρίζεται τις δεκάδες χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις που εξετάζονται με τον παλιό Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.
Ο νέος νόμος έχει μεταθέσει την ευθύνη για την εξέταση των αιτήσεων πολιτογράφησης, που έγιναν από τότε που τέθηκε σε ισχύ, από το υπ. Εσωτερικών στην Περιφέρεια και τις Επιτροπές Πολιτογράφησης. Η σύνθεση αυτών των Επιτροπών -με τη συμμετοχή δύο στελεχών της Περιφέρειας, ενός μέλους ΔΕΠ, υπαλλήλου της δ/νσης Ιθαγένειας του υπ. Εσωτερικών και εκπρόσωπο από την Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- διασφαλίζει τη διαφάνεια που έλειπε. Οι Επιτροπές αυτές προσδοκούν να εξετάζουν 10.000 φακέλους ετησίως από τις χιλιάδες φακέλων που εκκρεμούν (180.000 μόνο των ομογενών).

Tο τέλος της πυρηνικής αναγέννησης; Η καταστροφή στη Φουκουσίμα επαναφέρει στο προσκήνιο τα επιχειρήματα κατά της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας


Τα πυρηνικά εργοστάσια στον πλανήτη

«Φουκουσίμα: Το τέλος της Πυρηνικής Αναγέννησης;» είναι ο τίτλος άρθρου που εμφανίστηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού ΤΙΜΕ (HYPERLINK http://www.TIME. com) την περασμένη Δευτέρα, την ώρα που η Ιαπωνία και ο υπόλοιπος κόσμος είχε μόλις αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι ίσως να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα πυρηνική καταστροφή. «Πυρηνική αναγέννηση;» θα αναρωτηθούν πολλοί, κυρίως όσοι βίωσαν το αντιπυρηνικό κίνημα της δεκαετίας του ’70 και του ’80, μέσα από το οποίο γεννήθηκαν περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, και πολιτικά κόμματα, όπως το Κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία.
Κι όμως, με τις μνήμες από την καταστροφή του Τσερνόμπιλ -η 25η επέτειος της οποίας πλησιάζει- να σβήνουν σιγά σιγά, και τις ανησυχίες από τις κλιματικές αλλαγές εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου να αυξάνονται σταδιακά, η «λύση» της πυρηνικής ενέργειας είχε τα τελευταία χρόνια πάψει να δαιμονοποιείται, δημιουργώντας την αίσθηση ότι με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας μπορούσαν να ξεπερασθούν οι φόβοι ενός νέου πυρηνικού ατυχήματος. Ακόμη και κάποιοι μετριοπαθείς περιβαλλοντολόγοι είχαν αρχίσει να ξεπερνούν τη σφοδρή αντίθεσή τους στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας, προτάσσοντας την αντιμετώπιση των καταστροφικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, προκαλώντας βέβαια τη μήνιν κάποιων άλλων που εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από την περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος αλλά και το πρόβλημα των πυρηνικών αποβλήτων εξακολουθούσαν να ξεπερνούν κατά πολύ το πλεονέκτημα της καθαρής ενέργειας.
Ενα είδος εμφυλίου έμοιαζε να έχει ξεσπάσει στους κόλπους του περιβαλλοντικού κινήματος, βασικός πυλώνας του οποίου υπήρξε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες το αντιπυρηνικό κίνημα. Το 2005 ο γνωστός περιβαλλοντολόγος συγγραφέας και ιδρυτής της επιθεώρησης «Τhe Whole Earth Catalogue», Στιούαρτ Μπραντ, σε άρθρο του στην επιστημονική επιθεώρηση «Τechnology Review» το οποίο εκδίδεται από το πανεπιστήμιο MIT, προέβλεπε ότι το περιβαλλοντικό κίνημα σύντομα θα αναθεωρούσε την άποψή του για την πυρηνική ενέργεια, σημειώνοντας μάλιστα ότι κάποιοι από τους πιο γνωστούς περιβαλλοντολόγους, όπως ο συνιδρυτής της Greenpeace Πάτρικ Μουρ, καθώς και ο Χιου Μοντεφιόρε της οργάνωσης Friends of the Earth, είχαν ήδη αρχίσει να τάσσονται υπέρ της χρήσης της.
Πιο πρόσφατα, τον Νοέμβριο του 2010, το βρετανικό κανάλι Channel 4 πρόβαλε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο, «Πού έκανε λάθος το Πράσινο Κίνημα», το οποίο έδινε έμφαση στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως πράσινη εναλλακτική λύση. Ο δημιουργός του, συγγραφέας και περιβαλλοντολόγος, Μαρκ Λίνας, υπογράμμιζε μεταξύ άλλων, ότι κατά την επίσκεψή του στο Τσερνόμπιλ, είχε διαπιστώσει πως η Φύση στην περιοχή γύρω από το ατύχημα είχε επανέλθει πλήρως, και ότι βάσει έκθεσης του ΟΗΕ που είχε δημοσιευθεί το 2006, οι άνθρωποι που τελικώς μολύνθηκαν από ραδιενέργεια στο χειρότερο πυρηνικό ατύχημα που είχε συμβεί μέχρι σήμερα, ήταν πολύ λιγότεροι από όσους αρχικά υπολογίζονταν.
«Ενα ατύχημα σε κάποιον απο τους γερασμένους πυρηνικούς αντιδραστήρες της Ρωσίας θα αρκούσε βεβαίως για να τα ανατρέψει όλα, και να σφραγίσει για πάντα το ταμπού της χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Ολα εξαρτώνται από την τεχνολογική εξέλιξη για την ασφαλή χρήση της πυρηνικής ενέργειας», σημείωνε το 2005 ο Στιούαρτ Μπραντ.
Επιστρέφουν οι φόβοι
Κι όμως, το επόμενο πυρηνικό ατύχημα σημειώθηκε στην πιο προηγμένη τεχνολογικά χώρα του κόσμου. Το γεγονός ότι προκλήθηκε από μια ασύλληπτη φυσική καταστροφή, έναν σεισμό τεράστιας ισχύος και το καταστροφικό τσουνάμι που ακολούθησε, αποδεικνύει ότι ακόμη και η πιο προηγμένη τεχνολογία αδυνατεί να αποτρέψει μια πυρηνική καταστροφή. Τα επιχειρήματα κατά της χρήσης πυρηνικής ενέργειας επιστρέφουν, δίνοντας νέα πνοή στο εξασθενημένο αντιπυρηνικό κίνημα, το οποίο αναμφίβολα θα φουντώσει και πάλι, φρενάροντας την αισιοδοξία της πυρηνικής βιομηχανίας ότι οι αντιδράσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων ανήκαν στο παρελθόν.
H Φουκουσίμα θα αποτελέσει αναμφίβολα το νέο ορόσημο στην ιστορία του αντιπυρηνικού κινήματος.
Δεν υποχωρεί από τα σχέδιά της η Τουρκία
Προβληματισμό, πάντως, προκαλεί η εμμονή της τουρκικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων στη χώρα. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Ενέργειας Τανέρ Γιλντίζ ότι «ο ισχυρός σεισμός και το τσουνάμι που ακολούθησε δεν πρόκειται να επηρεάσουν τα σχέδια μας για την κατασκευή δύο πυρηνικών εργοστασίων στην Τουρκία», δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι η Τουρκία -παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του κόσμου- συμπαρατάσσεται με τις χώρες εκείνες που δεν θεωρούν πως το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα αποτελεί επαρκή λόγο για να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους. Παρά τις έντονες αντιδράσεις περιβαλλοντολόγων, τόσο στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όσο και στην ίδια την Τουρκία, η Αγκυρα εμφανίζεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στην περιοχή του Ακουγιού, κοντά στο λιμάνι της Μερσίνης. Την κατασκευή έχει αναλάβει ένα ρωσοτουρκικό κονσόρτσιουμ, γεγονός που επίσης έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, καθώς η ρωσική τεχνολογία θεωρείται από πολλούς ξεπερασμένη. Η έναρξη της κατασκευής του εργοστασίου, προϋπολογισμού 20 δισ. δολαρίων, έχει προγραμματιστεί για τις αρχές του 2013. Εν αμφιβόλω, ωστόσο, τίθενται τα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για την κατασκευή ενός δεύτερου εργοστασίου, στη Μαύρη Θάλασσα, την υλοποίηση των οποίων επρόκειτο να αναλάβουν από κοινού ο ιαπωνικός κολοσσός Toshiba και η ΤΕPCO (Tokyo Electric Company), που διαχειρίζεται το εργοστάσιο στη Φουκουσίμα. Η Αγκυρα είχε ξεκινήσει τους τελευταίους μήνες συνομιλίες με τις ιαπωνικές εταιρείες για την κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στη Σινώπη. Συνολικά, η Τουρκία έχει ανακοινώσει πως σχεδιάζει την ολοκλήρωση της κατασκευής τριών εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας έως το 2013.