Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Η «Μεταρρύθμιση» της Στεγαστικής Αγοράς της Αμερικής


16 Μαΐου, 2011 | Κατσίκας Δημήτρης(ΕΛΙΑΜΕΠ)
Στο πλαίσιο της προσπάθειας μεταρρύθμισης της χρηματοπιστωτικής αγοράς, η κυβέρνηση των Η.Π.Α. δημοσίευσε πρόσφατα την πρόταση της για την μεταρρύθμιση της αμερικανικής στεγαστικής αγοράς, η οποία υπενθυμίζουμε, αποτέλεσε την αφετηρία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η Αμερικάνικη στεγαστική αγορά χαρακτηρίζεται από ένα ιδιότυπο σύστημα, όπου ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνυπάρχουν με μια πλειάδα οργανισμών δημόσιου χαρακτήρα. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς, οι γνωστοί μας πια, Freddie Mac και Fannie Mae, είναι ιδιωτικοί οργανισμοί, οι οποίοι όμως δημιουργήθηκαν από το κράτος για να διευκολύνουν την υλοποίηση του Αμερικάνικου (και όχι μόνο) ονείρου της ιδιοκατοίκησης.
    Από την πρώτη στιγμή, η κρίση στην Αμερικάνικη στεγαστική αγορά προσέλαβε πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς φιλελεύθεροι πολιτικοί, αναλυτές και παράγοντες της αγοράς, κατέδειξαν αυτούς τους οργανισμούς ως υπεύθυνους για την κρίση. Στην πραγματικότητα βέβαια, η κριτική αφορούσε την διαχρονική επιλογή των Αμερικανικών κυβερνήσεων να προωθούν ως κοινωνικό αγαθό, το δικαίωμα της ιδιοκατοίκησης για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδηματικού επιπέδου. Η κριτική αυτή εντάθηκε όταν τον Σεπτέμβριο του 2008, λόγω της κατάρρευσης της στεγαστικής αγοράς, η Αμερικανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να κρατικοποιήσει τους Freddie Mac και Fannie Mae, στηρίζοντας τους παράλληλα με μια ένεση ρευστότητας $130 δις. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης σίγουρα θα ικανοποιήσουν τους επικριτές του συστήματος, καθώς προβλέπουν την σταδιακή κατάργηση αυτών των οργανισμών, και την δημιουργία ενός πλαισίου που θα βασίζεται κατά κύριο λόγο στις δυνάμεις της αγοράς.
Παρά την σφοδρότητα των επικρίσεων, η πρόταση αυτή προκαλεί έκπληξη αφού ανατρέπει έναν από τους (λίγους) διαχρονικούς πυλώνες κοινωνικής πολιτικής της Αμερικής, και μάλιστα από μια κυβέρνηση, η οποία έθεσε την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους ως μια από τις βασικές προτεραιότητες της. Επίσης, δεν συνάδει με την διεθνή συναίνεση γύρω από την ευθύνη των αγορών για την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, και την συμφωνία για την ανάγκη μεταρρύθμισης και αυξημένου ελέγχου των αγορών, απόψεις τις οποίες έχει ενστερνιστεί και η κυβέρνηση Ομπάμα. Ειδικά στην περίπτωση της κρίσης στην Αμερικανική στεγαστική αγορά, έχει αποδειχτεί πως η κύρια ευθύνη βαρύνει τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες χορηγούσαν δάνεια ανεξέλεγκτα και μάλιστα με ιδιαίτερα επισφαλείς όρους, μια διάγνωση που κατά περίεργο τρόπο, ενστερνίζεται και η κυβέρνηση στο κείμενο των προτάσεων της.
Το αποτέλεσμα των προτεινόμενων αλλαγών είναι, όπως παραδέχεται και η κυβέρνηση, η αύξηση του κόστους των στεγαστικών δανείων για την μέση Αμερικανική οικογένεια, η οποία έτσι πληρώνει την ίδια κρίση για δεύτερη φορά. Οι αιτίες για αυτή την μεταστροφή της κυβέρνησης Ομπάμα πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στην πολιτική διαπραγμάτευση με τους Ρεπουμπλικάνους, στην οποία έχει υποχρεωθεί μετά την ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου, και η οποία φαίνεται πως την καθιστά ανίκανη όχι μόνο να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, αλλά ακόμα και να υπερασπιστεί κοινωνικά κεκτημένα. Το γεγονός ότι η πρόταση αυτή ανατρέπει μια πολιτική που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων ύστερα από την προηγούμενη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930, δημιουργεί προβληματισμό και ανησυχία για το μέλλον, καθώς το διαφορετικό πνεύμα των μεταρρυθμίσεων στον απόηχο των δύο μεγάλων κρίσεων, δείχνει ότι, παρά την δημόσια ρητορική περί του αντιθέτου, αυτή την φορά δυστυχώς, το πάθημα μάλλον δεν έγινε μάθημα.