Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Το Μνημόνιο και.....περί κυριαρχίας

Η μεταπολιτευτική συνταγματική θεωρία περί κυριαρχίας υπήρξε μάλλον «συναινετική», κατ’ αναλογία του ήπιου κοινοβουλευτικού κλίματος. Το «Μνημόνιο», ωστόσο, διασπά και την ενότητα της νομικής δογματικής. Η ανάλυση της σχετικής επιχειρηματολογίας δεν αναδεικνύει, τελικά, μόνο δύο ευδιάκριτες αντιλήψεις περί κυριαρχίας, αλλά και τη μοιραία έλξη του συνταγματικού μας λόγου από μια μεταφυσική εκδοχή της.  

Πέρα από αναπαραγωγή της κρίσης του Κράτους δικαίου, η απορρόφηση της εθνικής έννομης τάξης στη δίνη της ανολοκλήρωτης πολιτειακής στροφής που αποκαλούμε «Μνημόνιο» συνιστά δοκιμασία και της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας και ειδικότερα του λόγου τηςπάνω στο ζήτημα της κυριαρχίας. H μεταπολιτευτική νομική δογματική αποτύπωνε, μέχρι τώρα, το συναινετικό κοινοβουλευτικό κλίμα, αφού η ραγδαία υποχώρηση τηςπολιτικής κυριαρχίας, της αφηρημένης δηλαδή κατίσχυσης στο πεδίο του πολιτειακού αυτοκαθορισμού , δεν θεωρούνταν ότι άγγιζε την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας», με άλλα λόγια τη νομική κυριαρχία του ελληνικού Κράτους. Ο θεμελιώδης νεωτερικός διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτόν πουφέρει και σε εκείνον που ασκεί την κυριαρχία λειτούργησε ως ερμηνευτική προκατανόηση του 28 Σ., και η προσαρμογή της ελληνικής στην ενωσιακή τάξη αποδιδόταν συστηματικά στη βούληση του Κυρίαρχου ελληνικού λαού.
            Το Μνημόνιο έρχεται να διαρρήξει, ωστόσο, μεταξύ άλλων και πολύ πιο σημαντικών ισορροπιών, και την ενότητα της συνταγματικής θεωρίας, καθώς η λήψη θέσης, ακόμη και αν πρόκειται για την πιο εκκωφαντική σιωπή, μοιάζει αναπόφευκτη. Η ανατομία, όμως, της σχετικής επιχειρηματολογίας δεν αναδεικνύει τελικά, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, μόνο δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί κυριαρχίας (§1), αλλά, επίσης, τη μοιραία έλξη του συνταγματικού μας λόγου απόμια μεταφυσική-ουσιοκρατική εκδοχή της (§2), η οποία έγκειται στον αναγκαίο, είναι η αλήθεια, καταλογισμό των εκφάνσεων της κυριαρχίας, όπως το Μνημόνιο, στη θολή φιγούρα ενός αλάθητου Κυρίαρχου.
 
1. Το Μνημόνιο μεταξύ ουσίας και σύμβασης
 
            Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στα επιχειρήματα των «αντιμνημονιακών» για να διαπιστώσει κανείς τη μετατόπιση της εξέτασης της κυριαρχίας από τη νομική στην πολιτειολογική της διάσταση και κατά συνέπεια μια μετωπική και εύλογη αμφισβήτηση ακόμη και της «σχετικής», κατά Μάνεση , αυτονομίας του νομικού κανόνα λόγω της κανονιστικής δύναμης του πραγματικού γεγονότος. Πέρα από τις γνωστές εξόφθαλμες αστοχίες ως προς τη νομοθετική του κύρωση, το Μνημόνιο καταγγέλλεται ως μια de factoπαραχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας γιατί ισοδυναμεί «με εκχώρηση της αρμοδιότητας χάραξης και εφαρμογής της οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής της χώρας» στην τρόικα. Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η κυριαρχία δεν εκλαμβάνεται πια ως το δικαίωμα της απόφασης ή της αρμοδιότητας, εφόσον είναι σαφές ότι τούτο παραμένει στα χέρια του συμβαλλόμενου, ο οποίος «οικειοθελώς προσχώρησε» στη σύμβαση, αλλά ως καθαρή δύναμη, ως potestas με την πολιτική έννοια του όρου . Παρότι η εξωτερική κυριαρχία διέπεται από το καθεστώς της συναίνεσης και η εσωτερική από αυτό της εξουσίασης , είναι προφανές, εάν υιοθετήσουμε αυτά ταεξωνομικά κριτήρια της πολιτειακής βούλησης, ότι δεν υφίσταται ούτε αυθεντική συναίνεση ούτε κατ' επέκταση πραγματικήεξουσίαση. Ενώ, όμως, η παραπάνω άποψη μένει πιστή στις κατηγορίες του (κοινωνιολογικού) θετικισμού, αναδεικνύοντας τη σημασία του ωμού συσχετισμού δυνάμεων στη διαμόρφωση του κανόνα, σημαίνουσα θέση διεκδικεί στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και ο καθαρός φυσικοδικαιισμός. Ο Κασιμάτης, για παράδειγμα, παρακάμπτει εντελώς το δεδομένο της νομοθετικής βούλησης, το γεγονός ότι ο ν. 3845/2010 δεν εκχωρεί καμία απολύτως αρμοδιότητα σε αλλοδαπό όργανο, αλλά και το ξεκάθαρο δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, για να υποστηρίξει την απαλλοτρίωση νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων προς όφελος της τρόικας και κατά συνέπεια την παραβίαση του 28 παρ.2 Σ. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι «είναι φανερό ότι οι προβλεπόμενες στις Συμφωνίες δανεισμού ή επιβαλλόμενες από αυτές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι ούτε μπορεί να είναι προϊόν της νομοθετικής βούλησης της Βουλής των Ελλήνων, αλλά των κυβερνήσεων των Δανειστών και των οργάνων εφαρμογής των». Έτσι, αμφισβητείται ανοιχτά και η λογική δυνατότητα του Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο παραβιάζει εδώ όχι τη νόρμα, αλλά την ιδέα του συνταγματολόγου περί κυριαρχίας.
            Σε προνομιακό στόχο του αντιμνημονιακού discours αναδεικνύεται η σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης της 8.5.2010, και πιο συγκεκριμένα η περίφημη παραίτηση του Κράτους από τους όρους της ασυλίας του. Από τη στιγμή που η κυριαρχία συνιστά «κριτήριο Κράτους», η επαχθής συμφωνία οδηγεί de jureστην οριστική απώλεια της «κρατικότητας» της Ελλάδας. Η δυνατότητα εκτέλεσης κατά της δημόσιας και όχι μόνο της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ο προσδιορισμός ως εφαρμοστέου του αγγλικού δικαίου και η εκχώρηση της τελευταίας λέξης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στοιχειοθετούν μια παράλογη «νομική αυτοκτονία» του Κράτους, η οποία παραβιάζει τη συνταγματική κόκκινη γραμμή του 28 παρ.3 Σ., το διεθνές mandatory law αλλά και τον υπερσυνταγματικό ουσιαστικό πυρήνα του 110 παρ.1 Σ.. Eίναι, ως εκ τούτου, προφανές ότι η ελληνική Βουλή δεν θα μπορούσε να κυρώσει ποτέ την επίμαχη σύμβαση, ακόμη και αν φορούσε το μανδύα της αναθεωρητικής λειτουργίας. To αντίθετο ισοδυναμεί, για τους αντιμνημονιακούς, με πραγματική επανάσταση.Έτσι συγκροτείται, τελικά, μια ουσιοκρατική άμυνα του Συντάγματος, η οποία ταυτίζει το εθνικό συμφέρον με την εθνική κυριαρχία.
Στην άλλη όχθη, ο λόγος υπέρ του μνημονίου είναι κυρίως πολιτικός. Η επίκληση της «ανάγκης» ή της «ευκαιρίας» καθιστά από θεμιτό έως ευκταίο τον ελπιδοφόρο, για όλους, περιορισμό της κυριαρχίας. Σε ό,τι αφορά τα καθαρά νομικά, η θετικιστική και συμβασιοκρατική θεώρηση απαλλάσσει αυτόματα τους φορείς της από τις προηγούμενες απορίες . Αρκεί η περιγραφή της σύμβασης, όπως αυτή ακριβώς είναι, και η ομαλή της ένταξη στην πυραμίδα του δικαίου. Το Μνημόνιο συνιστά μια βολονταριστική εκδήλωση συμβολαιικής ελευθερίας με όλες τις συναφείς εγγυήσεις (δικαίωμα απόφασης, υπαναχώρησης κ.λπ). Η εγκυρότητά του δεν μπορεί να εξαρτηθεί από δικαιικά αδιάφορες νόρμες δικαιοσύνης ή ηθικής των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Η αυτονομία της βούλησης δεν υπόκειται σε αξιολογήσεις της αλήθειάς της - φτάνει που το Κράτος μίλησε. Είναι, επίσης, σαφής η θέση του Μνημονίου στην ιεραρχία των κανόνων, παρά τον προγραμματικό πολιτικό του χαρακτήρα. Η νομική δέσμευση της χώρας να λάβει τα μέτρα εφαρμογής του ανάγεται, τελικά, σε ενωσιακή υποχρέωση. Συνεπώς, ακόμη και αν δεχτούμε ότι πρόκειται για παραχώρηση φύσει κυριαρχικών αρμοδιοτήτων, με την έννοια του 28 παρ.3 Σ., είναι προφανές, όπως υπονοεί στην εισήγησή της η Σαρπ, ότι αυτή έχει ήδη και μάλιστα έγκυρα αποφασιστεί. Η υπεράσπιση του Μνημονίου λειτουργεί τελείως αντίστροφα σε σχέση με τους αντιπάλους του: πρόκειται για μια ευρωκεντρική θέση η οποία υποδηλώνει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται με την εθνική κυριαρχία (εν προκειμένω το ακριβώς αντίθετο) ενώ παράλληλα επικυρώνει την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος. Το Μνημόνιο εγγράφεται στο ενωσιακό νομικό continuum, αφού αποτελεί, για άλλη μια φορά, μόνον άσκηση και όχι εκχώρησητης ιδιότητας του Κυρίαρχου.
 
2. Το Μνημόνιο και η μεταφυσική θεωρία της κυριαρχίας
                                                                                                                                                                                                                                                                        «...εκείνο που παραχωρείται είναι η άσκηση της κυριαρχίας και όχι κυριαρχία καθ'εαυτήν, η οποία                                                                                                       παραμένει στην πληρότητά της στον ελληνικό λαό»
 
            Τόσο, όμως, αυτοί που επιμένουν στην ουσία του Μνημονίου όσο και εκείνοι που προτάσσουν τη συμβατική του αυτοτέλεια μοιάζει να μοιράζονται μιαν ακλόνητη πεποίθηση που μας αφήνει, το λιγότερο, σκεπτικούς. Και τούτο γιατί η συνταγματική θεωρία δεν επανεξετάζει, παρά το κάλεσμα των καιρών, την κλασική, από τον Sieyès και μετά, διάκριση ανάμεσα στον (ψιλό) κύριο και τον (επι)καρπωτή της κυριαρχίας. Αντιθέτως, η συλλογική πίστη στην πραγματική φιγούρα ενός ανώτερου κυρίαρχου λαού που εμφανίζεται σποραδικά, εκτός δικαίου, και μετά απουσιάζει πανηγυρικά , αλλά συνεχίζει να δεσμεύει, όπως όλοι σχεδόν παραδέχονται, εντός δικαίου, το κατώτερό του συλλογικό υποκείμενο (δηλαδή τους αντιπροσώπους του), συνιστά την αξεπέραστη βάση του διαλόγου ως προς το Μνημόνιο, αλλά και ως προς κάθεπερίπτωση εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας. Η θεμελίωση, όμως, αυτή προσκρούει, θεωρητικά και πρακτικά, σε ένα σημαντικό πρόβλημα, διότι, στην πραγματικότητα, στερείται του ίδιου της του θεμελίου. Νομικά, και ίσως όχι μόνο, ο «κυρίαρχος λαός» αποδεικνύεται μάλλον μια ανεύρετη σύλληψη.
             Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένα «Μνημόνιο», σημερινό ή μελλοντικό, προβλέπει την αναμφισβήτητη κατάργηση της κυριαρχίας του ελληνικού Κράτους και την εκχώρηση της τελικής αρμοδιότητας στην τρόικα. Σε αυτήν την περίπτωση, η θεωρία θα ανέτρεχε αμέσως στο 28 παρ.3 Σ. ή στο 110 παρ.1 Σ., στην πρωτογενή δηλαδή συντακτική εξουσία, για να αποκλείσει λογικά (θετικισμός) ή αξιακά (φυσικοδικαιισμός) τη συνταγματική κατοχύρωση της αυτοκαταστροφικής σύμβασης. Αναπόφευκτη θα ήταν η θεωρητική σύγχυση: η «τρελή» αναθεωρητική λειτουργία θα εμφανιζόταν ταυτόχρονα ωςσυντακτική εξουσία - αφού θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει άλλες, λιγότερο σημαντικές αλλά, εντούτοις, αναντίρρητεςεπιλογές της πρωτογενούς - και ως συντεταγμένη, καθώς θα δεσμευόταν, ως προς τα καθ' ύλην σπουδαία, από την ίδια και απαράλλακτη βούληση . Η συμβατότητα του Μνημονίου και του κάθε Μνημονίου με έναν υπέρτερο του Συντάγματος συνταγματικό πυρήνα(φιλελεύθερη δημοκρατία), είτε αυτός λειτουργεί εσωστρεφώς είτε εξωστρεφώς , προϋποθέτει μια εκτός απόφασης «ουσία» της κυριαρχίας, εθνική ή ευρωπαϊκή, η οποία αποδίδεται σε έναν απόντα λαό.  
             Ακόμη, όμως, και αν παρακάμψουμε τα σύνθετα θεωρητικά προβλήματα, θα διαπιστώσουμε ότι και οι νομικές συνέπειες της δημοφιλούς διάκρισης ουσίας - άσκησης της κυριαρχίας είναι μάλλον ασήμαντες. Εάν διατρέξουμε τη συνταγματική μας ιστορία, θα ανακαλύψουμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι ολοκληρωμένες συνταγματικές μας μεταβολές, «παράνομες» και νόμιμες, ανέπτυξαν πλήρως τα κανονιστικά τους αποτελέσματα. Επίσης, κανένα δικαστήριο δενπεριφρούρησε ποτέ την περίφημη συντακτική εξουσία, δηλαδή τον «κυρίαρχο» λαό, αποδοκιμάζοντας την αναθεωρητική . Ακόμη, και όμως, αν το έκανε, αυτό δεν θα σήμαινε την επιβλητική (επαν)εμφάνιση του εν υπνώσει κυρίαρχου λαού, αλλά και πάλι, όπως συνεχώς συμβαίνει στο Κοινοβούλιο, την επικαιροποίησή του στο πρόσωπο του οργάνου που τον ερμηνεύει αυθεντικά. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη και όταν ο λαός παρουσιάζεται ως κατεξοχήν πρωτογενής και αυτεξούσιος, όπως για παράδειγμα στο δημοψήφισμα του 1974, δεν αποτελεί παρά την απόλυτα συντεταγμένη και όχι τη συντακτική εκδήλωση μιας προσδιορισμένης, βάσει νόμου και ερωτήματος, βούλησης . Σε ό,τι αφορά δε την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η επιμονή στο κριτήριο μιας πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας (ευρωπαϊκός λαός/δήμος), όχι μόνον δεν έχει αποτρέψει μέχρι τώρα την εκχώρηση από τα Κράτη στην Ε.Ε. παραδοσιακών κυριαρχικών αρμοδιοτήτων (π.χ. κοπή νομίσματος), αλλά μάλλον αποκλείει και τη δυνατότητα ανάδυσης ενός νομιμοποιημένου, με την έννοια του παντοδύναμου δημιουργού, «Ευρωπαίου Κυρίαρχου», διότι και αυτός μόνο παράγωγος μπορεί να είναι . Επιγραμματικά, η σύλληψη του «κυρίαρχου λαού» φαίνεται να δεσπόζει κυρίως στο φαντασιακό της νομικής θεωρίας.
            Γιατί, λοιπόν, παραμένουμε αθεράπευτα δέσμιοι της θεολογικής πεποίθησης στην ύπαρξη μιας ενσαρκωμένηςοντότητας που μας κληροδοτεί τα θελήματά της, ενώ πράττουμε συχνά, και όχι βέβαια μόνον εμείς , το ακριβώς αντίθετο; Πώς είναι δυνατόν να διερευνούμε τη συμβατότητα του Μνημονίου και του κάθε Μνημονίου με τη βούληση του αυθεντικού λαού του 1975, ο οποίος παραπέμπει σε αυτόν του 1911/1864, αν όχι πιο πίσω; Ίσως γιατί μόνον έτσι μπορούμε αφενός να διαφυλάξουμε επιστημολογικά την ιδιότητά μας ως συνταγματολόγοι και αφετέρου, ως πολιτικά υποκείμενα, να διατηρήσουμε τη (ψευδή) συνείδηση της ιδανικής δημοκρατικής νομιμοποίησης του αυτοκαθορισμού μας. Ωστόσο, στην παρούσα (μνημονιακή) συγκυρία, ακόμα και τα πιο βαριά ιδεολογικά ονόματα που συστηματοποιούν την έννομη τάξη και θεμελιώνουν την υπακοή μας σε αυτήν, όπως αυτό της κυριαρχίας , μοιάζει να έχουν χάσει τη διαπλαστική τους δύναμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου