Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ΛΙΤΟΤΗΤΑ, ΔΡΑΧΜΗ Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ;



Εάν η παραμονή μας στην Ευρωζώνη θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την υποταγή μας στο ΔΝΤ ή στη Γερμανία, την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, την κατάλυση της Δημοκρατίας, τις προσβολές στην υπερηφάνεια και στην αξιοπρέπεια μας, τη λεηλασία των δημοσίων επιχειρήσεων, την καταστροφή των μικρομεσαίων ελληνικών εταιρειών, τη συνέχιση της νόμιμης φοροδιαφυγής των ξένων πολυεθνικών, τη φορολογική «υφαρπαγή» της περιουσίας μας, το συνεχή περιορισμό του κοινωνικού κράτους και τη διαρκή μείωση των αμοιβών, μέχρι τo σημείο που η πιο κουραστική και εξοντωτική εργασία να μην μπορεί, με βεβαιότητα, να μας εξασφαλίσει καν τα απολύτως απαραίτητα – εάν οι εναλλακτικές λύσεις ήταν είτε αυτή η κατάσταση, είτε η εγκατάλειψη της Ευρωζώνης, όλες οι δυσκολίες, μεγάλες ή μικρές, της υιοθέτησης ενός εθνικού νομίσματος, θα έμοιαζαν να είναι σταγόνα στον ωκεανό”.

Δανειζόμενοι, με δικές μας συμπληρώσεις και παραλληλισμούς, κάποιες σκέψεις του Βρετανού οικονομολόγου J.S.Mill, καθώς επίσης πιστεύοντας ότι, τίποτα στην Οικονομία δεν είναι άσπρο ή μαύρο, ενώ δεν πρέπει ποτέ να είναι κανείς απόλυτος ή δογματικός, έχουμε την άποψη πως ήλθε η στιγμή να επανεξετάσουμε το «ευρωπαϊκό θέμα» - τονίζοντας ότι θεωρούσαμε ανέκαθεν πως, αφενός μεν δεν ήταν τελικά ωφέλιμη η είσοδος μας στη ζώνη του ευρώ, αφετέρου ότι η ενδεχόμενηέξοδος μας θα ήταν το λιγότερο καταστροφική.

Αν και παραμένουμε ακόμη στις παραπάνω απόψεις μας για την Ευρωζώνη και την Ελλάδα, θεωρούμε πως εάν τελικά επιβληθεί στη χώρα μας το νέο, πολύ πιο «υφεσιακό» πρόγραμμα του ΔΝΤ, εάν τελικά ψηφισθεί δηλαδή από την κυβέρνηση,  χωρίς να σταματήσει ο δανεισμός από την Τρόικα (κάτι που δεν είναι σίγουρο, αν και δεν πιστεύουμε ότι διακινδυνεύει η επόμενη δόση),η χώρα μας θα δυσκολευθεί να αποφύγει τη χρεοκοπία - ενώ προηγουμένως θα έχει λεηλατηθεί τόσο η δημόσια, όσο και η ιδιωτική περιουσία της.

Ειδικότερα, είναι πολύ πιθανόν η Ελλάδα να παραμείνει για πολλά χρόνια σε αρνητικούς ή σε ελάχιστα θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, «εκτός αγορών» - ενώ τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, κυρίως λόγω των υπέρογκων τόκων, θα περιοριστούν ελάχιστα, το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται, η σχέση του προς το ΑΕΠ θα ακολουθήσει ανοδική πορεία, η ανεργία θα κορυφωθεί και οι Έλληνες θα εξαθλιωθούν.
Ακόμη και από αυτόν τον «αισιόδοξο» πίνακα, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τόσο τις απαιτούμενες «παρεμβάσεις» (νέα μέτρα), όσο και μία εκτεταμένη «εκποίηση» της δημόσιας περιουσίας, διαπιστώνουμε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας μας (ΑΕΠ) θα είναι ελάχιστη. Το σημαντικότερο στοιχείο βέβαια είναι το ότι, το σύνολο των νέων εσόδων που θέλει να εξασφαλίσει η κυβέρνηση με την αύξηση των φόρων ή με τις μειώσεις των δαπανών (δημοσιονομικό κενό!), είναι ύψους 99,3 δις € για την πενταετία – όσο δηλαδή το σύνολο των υπέρογκων τόκων, τους οποίους οφείλουμε να πληρώνουμε στους δανειστές μας (100,3 δις €).

Μία επόμενη διαπίστωση είναι το ποσοστό των τόκων, στο σύνολο των εσόδων του δημοσίου, το οποίο από 25,82% το 2011, διαμορφώνεται στο 33,42% το 2015. Δηλαδή, από τις συνολικές εισπράξεις της χώρας μας (θεωρητικά βέβαια, αφού η πρόβλεψη δεν σημαίνει ότι θα επαληθευθεί), το 34% περίπου θα διατίθεται για τόκους – ένα ποσοστό που πολύ δύσκολα δεν οδηγεί στη χρεοκοπία. Παράλληλα βέβαια τα χρεολύσια, οι δόσεις των δανείων, δεν φαίνεται να καλύπτονται ούτε τα επόμενα πέντε χρόνια – οπότε θα εξοφλούνται είτε από νέο δανεισμό (η έξοδος στις αγορές μάλλον δεν θα είναι εφικτή το 2015, με δημόσιο χρέος στην καλύτερη περίπτωση 139,5% του ΑΕΠ), είτε από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.

Εάν τώρα το παραπάνω πρόγραμμα «εξυγίανσης» της οικονομίας μας αποτύχει εντελώς, κάτι που μάλλον «εγγυάται» η συνέχιση της υφεσιακής πολιτικής του ΔΝΤ, είναι πολύ πιθανόν να σταματήσει η περαιτέρω χρηματοδότηση του κράτους μας. Σε μία τέτοια περίπτωση, τα χρήματα της κυβέρνησης θα τελείωναν μέσα σε λίγες εβδομάδες - αφού η Ελλάδα δεν επιτρέπεται να «εκτυπώνει», σαν χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Κατ’ επέκταση, δεν θα μπορούσε να πληρωθεί κανείς – γεγονός που θα οδηγούσε σε χάος τις χρηματαγορές, σε απόγνωση τους Πολίτες, αλλά και σε σοβαρές κοινωνικές αναταραχές. Μεταξύ άλλων, οι Έλληνες θα έπρεπε τότε να προμηθεύονται τα είδη άμεσης ανάγκης με τη βοήθεια της ανταλλαγής προϊόντωνόπως στο μεσαίωνα – χωρίς δηλαδή χαρτονομίσματα, αφού δεν θα υπήρχαν.          

Συμπερασματικά λοιπόν, δεν φαίνεται να αποφεύγουμε τελικά το μοιραίο με το καινούργιο πρόγραμμα – απλούστατα θα εξουδετερωθεί, αργά και μεθοδικά, η βόμβα της χρεοκοπίας, η οποία απειλεί όχι μόνο την Ευρωζώνη, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. Θεωρώντας επομένως ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε να χάνουμε χρόνο, στηριζόμενοι απλά και μόνο σε κενές ελπίδες, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν, έχουμε την άποψη ότι οφείλουμε να αναλύσουμε τη σημερινή μας κατάσταση, από μία άλλη «οπτική γωνία».

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΔΡΑΧΜΗ

Είναι προφανές ότι η «βοήθεια» εκ μέρους της Ευρώπης, στην οποία συμμετέχει μετά από την ακατανόητη πρόσκληση της Γερμανίας το ΔΝΤ, όχι μόνο δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αλλά, αντίθετα, έχει οδηγήσει τη χώρα μας σε μία καταστροφική ύφεση, η οποία μέρα με την ημέρα επιδεινώνεται.

Αν και τα λάθη της κυβέρνησης δεν είναι ασήμαντα, αφού κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονικής περιόδου δεν έχει επιτύχει απολύτως τίποτα (όσον αφορά τουλάχιστον την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, τον εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα, την αστάθεια του «επιχειρησιακού-φορολογικού» περιβάλλοντος, την εγκατάσταση ενός Κράτους Δικαίου κλπ.), το υπερτιμημένο «ελληνικό ευρώ» είναι σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνο για την μειωμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης για την αδυναμία ανάπτυξης της οικονομίας μας. 

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, η υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, μέσα από την υποτίμηση που θα ακολουθούσε – όπως ακριβώς έχει συμβεί σε πολλές άλλες χώρες. Αρκετοί αναλυτές δε, συγκρίνοντας τη χώρα μας με την Αργεντινή, όπου η σύνδεση του νομίσματος της με το δολάριο είχε σαν αποτέλεσμα τη χρεοκοπία της (αν και εμείς θεωρούμε ότι η πολιτική του ΔΝΤ ήταν η κύρια αιτία), είναι σχεδόν πεπεισμένοι ότι αποτελεί τη μοναδική μας δυνατότητα. Εν τούτοις, σύσσωμη η ηγεσία της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ δεν φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις αυτές, κυρίως για δύο λόγους:       

(α) Η υιοθέτηση και η υποτίμηση της δραχμής αμέσως μετά, η οποία υπολογίζεται στο -50%, θα είχε σαν αποτέλεσμα τηνανάλογη αύξηση του δημοσίου χρέους μας, αφού τα ομόλογα του δημοσίου έχουν εκδοθεί σε ευρώ (αντίστοιχη θα ήταν και η αύξηση του ιδιωτικού εξωτερικού χρέους, εφόσον είναι σε ευρώ η σε άλλο «συνάλλαγμα»). Κατ’ επέκταση, το δημόσιο χρέος μας θα ξεπερνούσε κατά πολύ το 250% του ΑΕΠ μας, δεν θα ήταν πλέον σε καμία περίπτωση διαχειρίσιμο και η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να χρεοκοπήσει.

(β)  Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, εκτός από τα προβλήματα που έχουμε ήδη αναλύσει (άρθρο μας), θα δημιουργούσε μία αλυσιδωτή αντίδραση, παρασέρνοντας τις υπόλοιπες ελλειμματικές ή υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του Ευρώ (Ιταλία, Βέλγιο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία κλπ.) - οι οποίες θα υποχρεώνονταν επίσης να εγκαταλείψουν το κοινό νόμισμα. Σε τελική ανάλυση λοιπόν θα διαλυόταν ολόκληρη η Ευρωζώνη – με τον πλανήτη ακόμη μία φορά στις φλόγες, ειδικά λόγω των τεράστιων αδυναμιών των Η.Π.Α.      

Αναλύοντας τώρα την πρώτη περίπτωση, κατά την οποία η επιστροφή της χώρας μας στη δραχμή θα είχε τις συνέπειες που αναφέραμε, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα διαθέτει πολύ περισσότερα «όπλα» – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως πρέπει να τα χρησιμοποιήσει. Η Ελλάδα λοιπόν, σε σύγκριση με προηγούμενα υπερχρεωμένα κράτη, έχει μία μεγάλη διαφορά, ένα σημαντικότατο πλεονέκτημα καλύτερα: Το 95% των ομολόγων του δημοσίου έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το ελληνικό Δίκαιο - γεγονός που σημαίνει ότι, το ελληνικό κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να αλλάξει, με την ψήφιση ενός νόμου, τη «συναλλαγματική μορφή» των ομολόγων,  εφόσον φυσικά ισχύει πράγματι κάτι τέτοιο (πηγήzeit).

Ειδικότερα, εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη υιοθετώντας τη δραχμή, θα είχε την απόλυτα νόμιμη δυνατότητα, πριν ακόμη απελευθερώσει την ισοτιμία του νομίσματος της, να μετατρέψει τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου σε δραχμές - με την ισοτιμία των 340 δρχ. ανά €, η οποία ίσχυε την περίοδο της εισόδου της στη νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Στη συνέχεια, θα μπορούσε να «απελευθερώσει» τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής, η οποία πιθανότατα θα υποτιμούταν αμέσως – εις βάρος όμως των δανειστών της και χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά το δημόσιο χρέος.  

Δηλαδή, εάν το νέο νόμισμα της Ελλάδας υποτιμούταν κατά 50% (η υποτίμηση στη χρεοκοπημένη τότε Τουρκία ξεπέρασε το90%), οι δανειστές της χώρας θα εισέπρατταν ουσιαστικά μόλις το 50% των απαιτήσεων τους – αναγκαζόμενοι να διαγράψουν το υπόλοιπο 50% («συναλλαγματικές διαφορές»). Επομένως, θα προέκυπτε χωρίς καμία προσπάθεια και εντός των πλαισίων του νόμου, χωρίς καν να χρειαστεί να διαπραγματευθούμε με κανέναν, μία αυτόματη «πληθωριστική διαγραφή» (haircut) των οφειλών του ελληνικού δημοσίου, της τάξης του 50% - οπότε το πραγματικό δημόσιο χρέος μας θα περιοριζόταν στα 180 δις € ή στο 78% του ΑΕΠ μας, εξασφαλίζοντας την έξοδο μας στις αγορές και τον περαιτέρω δανεισμό μας, καθώς επίσης την αποφυγή της χρεοκοπίας.

Φυσικά η εξόφληση των ομολόγων, των τόκων και των χρεολυσίων δηλαδή που οφείλουμε, θα ήταν εξασφαλισμένη, αφού θα ήταν σε δραχμές – ένα νόμισμα που θα μπορούσαμε να εκτυπώσουμε στις αναγκαίες ποσότητες (φυσικά πληθωριστικές), χωρίς να υποχρεωθούμε σε στάση πληρωμών (χρεοκοπία).    

Όσον αφορά το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι αυτό των εμπορικών τραπεζώνη χώρα μας, εάν επέστρεφε στη δραχμή, θα «επέτρεπε» σε κάποιες, σε αυτές δηλαδή που δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν, να πτωχεύσουν - αντί να χρεοκοπήσει η ίδια. Στη συνέχεια θα τις εθνικοποιούσε, έτσι ώστε να εξασφαλιστούν οι αποταμιεύσεις ή τα ομόλογα των Πολιτών της, κατά το παράδειγμα της Ισλανδίας.

Φυσικά θα χρεοκοπούσαν επίσης οι εκτεθειμένες σε μεγάλο εξωτερικό δανεισμό επιχειρήσεις και κάποια νοικοκυριά, αφού δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους σε ευρώ. Σε τελική ανάλυση λοιπόν θα «διαγραφόταν» ένα μεγάλο μέρος του συνολικού, του δημοσίου δηλαδή και του ιδιωτικού εξωτερικού χρέους μας – κάτι εξαιρετικά επώδυνο, αλλά με μάλλον ευεργετικές συνέπειες για το μέλλον της χώρας μας.    

Συνεχίζοντας, τα γεγονότα αυτά μάλλον θα οδηγούσαν πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης ή των Η.Π.Α. (της ΕΚΤ συμπεριλαμβανομένης) σε τεράστια προβλήματα - εάν όχι σε αρκετές χρεοκοπίες. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε «πιστωτικό γεγονός» (credit event), όσον αφορά το κράτος, οπότε δεν θα είχε αντίκτυπο στην αγορά των CDS.     

Παρά το ότι λοιπόν θεωρούμε ότι δεν πρέπει να εκβιάζουμε κανέναν, ενώ είναι προτιμότερη η έντιμη αποπληρωμή των υποχρεώσεων μας (αρκεί φυσικά να μην είναι εις βάρος της βιωσιμότητας του κράτους μας, καθώς επίσης υπό την προϋπόθεση να μην εκποιηθούν οι κοινωφελείς/στρατηγικές δημόσιες επιχειρήσεις μας και να μην επιβαρυνόμαστε με τοκογλυφικά επιτόκια), έχουμε την άποψη πως οι αγορές αντιμετωπίζονται μόνο με τα δικά τους όπλα – πόσο μάλλον όταν οι ίδιες πιστεύουν ακράδαντα ότι, σημασία έχει το κέρδος ανεξαρτήτως κόστους, ηθικής και θυμάτων.

Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, την αλυσιδωτή αντίδραση δηλαδή που θα προκαλούσε η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ή η άτακτη χρεοκοπία της, αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι, μόνο οι τράπεζες, οι ασφάλειες και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας έχουν απαιτήσεις (σε ομόλογα δημοσίου) απέναντι στις υπερχρεωμένες χώρες-μέλη του ευρώ, περισσότερες από 500 δις € - ενώ οι απαιτήσεις αφενός μεν των γαλλικών, αφετέρου των βρετανικών ιδρυμάτων, ξεπερνούν συνολικά τα 800 δις € (πηγήH.Schmidt).

Τόσο ο χρηματοπιστωτικός κλάδος λοιπόν, όσο και η ΕΚΤ θα υποχρεώνονταν σε τεράστιες ζημίες, οι οποίες θα οδηγούσαν ενδεχομένως σε ανυπολόγιστες χρεοκοπίες, στη διάλυση της Ευρωζώνης και στην κατάρρευση του Ευρώ - στο οποίο είναι σήμερα τοποθετημένο το 30% των συναλλαγματικών αποθεμάτων του πλανήτη, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον.    

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω «πολεμικά όπλα» μας, τα οποία αξίζει μόνο να χρησιμοποιηθούν (άμεσα βέβαια, αφού ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος μας), εάν η Γερμανία συνεχίσει στον ίδιο «ολισθηρό» και μοναχικό, «μερκαντιλιστικό» δρόμο, εάν αρνηθεί να εξοφλήσει τα τεράστια χρέη της απέναντι μας, καθώς επίσης εάν εγκαταλειφθεί το όνειρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, οφείλουμε ακόμη μία φορά να τονίσουμε επιγραμματικά τα προβλήματα μας, παράλληλα με τις λύσεις τους.

Καταρχήν λοιπόν, απλά και μόνο με έναν νέο δανεισμό δεν λύνεται το πρόβλημα μας. Αντίθετα, μεταφέρεται επαυξημένο στο μέλλον, με τον ταυτόχρονο περιορισμό των δυνατοτήτων επίλυσης του. Στη συνέχεια τα εξής:

Τα κύρια προβλήματα της Ελλάδας

(α)  Πρωτογενές έλλειμμα προϋπολογισμού/ΠΔΕ - περί τα 10 δις €

Οι λύσεις του συγκεκριμένου προβλήματος είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης η αύξηση των εσόδων - κυρίως από την άνοδο του  ΑΕΠ και λιγότερο από τη φορολογία. Αναλυτικότερα, με την ίδια φορολόγηση (24% επί του ΑΕΠ),κάθε αύξηση του ΑΕΠ (ανάπτυξη) κατά 10 δις €, συνεισφέρει 2,4 δις € στα έσοδα του δημοσίου.

(β) Έλλειμμα τακτικού προϋπολογισμού λόγω υψηλών τόκων (επιτόκια), οι οποίοι υπολογίζοντα περί τα 16 δις € (2011)

Η λύση είναι η μείωση των επιτοκίων στο βασικό της ΕΚΤ. Θα εξοικονομούσαμε περί τα 11 δις € ετησίως, οπότε θα έμεναν 5 δις € - ένα ποσόν που θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε.

(γ)  Χρεολύσια

Ο μακροπρόθεσμος διακανονισμός της αποπληρωμής τους, με τη βοήθεια του μηχανισμού στήριξης (EFSF) ή της ΕΚΤ, θα ήταν η ιδανική λύση. Δηλαδή, να μας δανείζουν κάθε φορά που θα χρειάζεται να πληρώνουμε τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα, για τη χρονική περίοδο που απαιτείται για την αναδιοργάνωση της οικονομίας μας, χωρίς να χρειασθούν άλλες ενέργειες (αναδιάρθρωση κλπ.)  και χωρίς να προκληθεί «πιστωτικό γεγονός», το οποίο θα ενεργοποιούσε τα καταστροφικά CDS.

(δ)  Έλλειμμα ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών περί τα 30 δις €

Εδώ οφείλουμε να αυξήσουμε τις τουριστικές εισροές και τις εξαγωγές, μειώνοντας τις εισαγωγές («στροφή» στα ελληνικά προϊόντα) – επίσης, να καταναλώνουμε λιγότερα, από όσα παράγουμε.

(ε)  Υψηλό δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ περί το 150%

Η προφανής λύση είναι η αύξηση του ΑΕΠ, κυρίως από τον τουρισμό, τη γεωργία, τις υπηρεσίες και τη ναυτιλία – όχι από την κατανάλωση.

Οι «απαιτήσεις» της Ελλάδας από την ΕΕ

(α)  Χρηματοδότηση, με επιτόκιο ΕΚΤ (1,25%). Μακροπρόθεσμο διακανονισμό δόσεων αποπληρωμής χρέους (χρεολύσια) καιεκδίωξη (εξόφληση) του ΔΝΤ. Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε ότι τα νέα δάνεια, τα οποία χρησιμοποιούνται για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων ομολόγων μας, μάλλον δεν θα μεταφράζονται σε «δραχμές», όπως τα προηγούμενα. Επομένως, πρέπει να σταματήσουμε να δανειζόμαστε, λαμβάνοντας τις όποιες αποφάσεις μας αμέσως.   

(β)  Παραγωγικές (όχι εμπορικές) επενδύσεις, στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, από χώρες της Ευρωζώνης (σχέδιο Μάρσαλ) - οπότε θα αυξηθούν οι εξαγωγές μας, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών, λόγω  μεγαλύτερης παραγωγής.  

(γ)  Ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον, με κριτήριο τις γείτονες χώρες. Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται φόρος εισοδήματος στην Ελλάδα της τάξης του 45%, όταν στα γειτονικά κράτη είναι 10-20%. Εάν δεν αλλάξει αμέσως η τακτική που μας έχει επιβληθεί, όχι μόνο δεν θα προσελκύσουμε επενδύσεις αλλά, αντίθετα, θα εγκαταλείψουν τη χώρα μας όλες οι εναπομείναντες παραγωγικές επιχειρήσεις.    

(δ) Συμμετοχή στα εξοπλιστικά προγράμματα μας, καθώς επίσης σε αυτά της προστασίας των συνόρων μας από τη λαθρομετανάστευση - με την παράλληλη συμβολή της Ευρωζώνης στη διαχείριση του προβλήματος των λαθρομεταναστών που ευρίσκονται ήδη στην Ελλάδα.

(ε)  Αξιοποίηση του εξαιρετικά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού της χώρας μας σε νέες επενδύσεις. Αρκεί να επισημάνει κανείς την πληθώρα των μηχανικών και άλλων αποφοίτων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, οι οποίοι αναζητούν απασχόληση με ελάχιστες αμοιβές (περί τα 1.000 €, όταν οι αντίστοιχες στη Γερμανία είναι τουλάχιστον τετραπλάσιες), για να κατανοήσει τις δυνατότητες μας (στην Ισπανία, οι γερμανικές βιομηχανίες έχουν τεράστια προβλήματα εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού, με αποτέλεσμα να σταματούν την παραγωγή). Οι πλεονασματικές χώρες της ΕΕ πρέπει επιτέλους να καταλάβουν ότι, οφείλουν να επενδύουν στο ζωτικό χώρο τους - στην Ευρώπη δηλαδή και όχι στην Κίνα, στις Η.Π.Α., στη Βραζιλία ή αλλού.      

Οι απαιτήσεις μας από την κυβέρνηση

(α) Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός – δηλαδή, τα έξοδα μας να μην υπερβαίνουν τα έσοδα. Μείωση λοιπόν των περιττών δαπανών του δημοσίου, ει δυνατόν χωρίς απολύσεις και με επιλεκτικές μειώσεις μισθών, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας των ΔΥ, μέχρι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Διατήρηση τόσο των στρατηγικών, όσο και των κοινωφελών δημοσίων επιχειρήσεων, με την παράλληλη αναδιοργάνωση τους.

(β)  Αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, με στόχο την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας (διευκόλυνση στο άνοιγμα και κλείσιμο των επιχειρήσεων, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, σταθερό οικονομικό πλαίσιο κλπ.), καθώς επίσης τον εξορθολογισμό του φορολογικού μηχανισμού.

(γ)  Καθοδήγηση και κίνητρα ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, για να αυξηθεί το ΑΕΠ και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας (γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία, διαδίκτυο, λοιπές υπηρεσίες)

(δ)  Περιορισμός των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, το οποίο είναι περί το -14% του ΑΕΠ (με -8% χρεοκόπησε το Μεξικό)

(ε)  Καταπολέμηση της φοροαποφυγής των πολυεθνικών (με ειδικό φόρο επί του τζίρου) - παράλληλα με την εγκατάσταση ενός λειτουργικού Κράτους Δικαίου, καθώς επίσης με τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων από τη Γερμανία (περί τα 160 δις €).

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα μίας χώρας είναι η ανεργία η οποία, εκτός του ότι κοστίζει στο κράτος περί τα 400 εκ. ανά 1%, εξαθλιώνει ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι δεν είναι εύλογη η ανακοίνωση μέτρων από μία κυβέρνηση, τα οποία «εξακοντίζουν» την ανεργία σε ποσοστά άνω του 20% - πόσο μάλλον αφού ο προϋπολογισμός επιβαρύνεται με τα ποσά που αναφέραμε (συνολικά πάνω από 4 δις €). Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν σκόπιμο να επικρατήσει και στην Ελλάδα η νεοφιλελεύθερη αντιμετώπιση, με βάση την οποία (άρθρο μας) “οι νέοι καπετάνιοι του υπερωκεανίου ρίχνουν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών στη θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους υπόλοιπους”.  

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχουμε επισημάνει αρκετές φορές, αλλά και σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη της γερμανικής οικονομικής εφημερίδαςHandelsblatt κ. Gabor Steingart, σε μία πρόσφατη συνέντευξή του στον ΚτΕ, ελαφρά διαμορφωμένη από εμάς, η Ελλάδα πρέπει αμέσως να αλλάξει δρόμο:

Οι δυτικές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ αγοράζουν χρόνο, κάτι που δεν σας βοηθάει καθόλου. Η Ελλάδα χρειάζεται μία πραγματική λύση, αφού δεν είναι συνετό να καταπολεμάς μία κρίση χρέους με τεράστια, νέα χρέη…… Τα παιδιά του Σικάγου πήγαν στη Μόσχα, με σκοπό να «συνεφέρουν» την οικονομία με αυστηρή λιτότητα. Η χώρα διαλύθηκε. Οι Γερμανοί αποφασίσαμε στην ενοποίηση ότι, δεν έχει νόημα να μειώνεις συνεχώς τις δαπάνες και να αυξάνεις τους φόρους. Επενδύσαμε πολύ, αυξήσαμε τις εργατικές αμοιβές στην ανατολική Γερμανία. Είχαμε πολύ καλά αποτελέσματα.

Το πρόγραμμά μας δούλεψε γιατί ήταν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από όσα κάνετε στην Ελλάδα….. Δόθηκε πίστωση 110 δις € στην Ελλάδα. Στην Αν. Γερμανία, για την αναδιοργάνωση της οικονομίας της, δίναμε 160 δις € κάθε χρόνο, πάνω από δέκα χρόνια. Το ελληνικό πρόβλημα δεν πρέπει να γίνει πρόβλημα του Ευρώ και της ΕΕ. Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόνο το 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, δεν είναι πρόβλημα.

Χρειαζόσαστε περισσότερη αυτοπεποίθηση, αφού χωρίς αυτοπεποίθηση δεν θα βρείτε τη σωστή λύση - η οποία δεν είναι «τεχνικό ζήτημα». Πρέπει οι άνθρωποι να επιστρέψουν στην παραγωγική δουλειά και στην ανάπτυξη…. Η κυβέρνησή σας, ο πρωθυπουργός σας, πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση.

Είμαι σίγουρος ότι τελικά όλοι θα αλλάξουμε κατεύθυνση. Μεταπολεμικά, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν το σχέδιο «Morgenthau» για να διαλύσουν τη γερμανική κοινωνία, καταστρέφοντας την τεχνολογία και τη βιομηχανία μας - αυτό κάνουμε στην Ελλάδα τώρα…..Προσπαθούμε να τιμωρήσουμε τους Έλληνες. Θα καταστρέψουμε την ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Οι ΗΠΑ πήγαν από το σχέδιο «Morgenthau» στο σχέδιο «Marshall» (European Recovery Program). Η Ελλάδα πρέπει να πάει από τη λιτότητα στην ανάκαμψη και ανάπτυξη. Ελπίζω να μη γίνει πολύ αργά”.(G.Steingart)

Ολοκληρώνοντας, για να μπορέσει να απαιτήσει η Ελλάδα ένα νέο πρόγραμμα για την ανάπτυξη της Οικονομίας της, οφείλει να χρησιμοποιήσει όλα της τα όπλα. Παράλληλα, οφείλει να υπενθυμίζει στον μερκαντιλιστή εταίρο της ότι, τουλάχιστον η Ελλάδαέκανε μεν πολλά λάθη στο παρελθόν, αλλά δεν σκότωσε κανέναν. Απλούστερα, δεν οδήγησε τον κόσμο σε δύο παγκόσμιους πολέμους όπως η Γερμανία, για τους οποίους, αντί να τιμωρηθεί, βοηθήθηκε από τις Η.Π.Α. για να ανακάμψει - ταυτόχρονα με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών της.

Επομένως, η Ελλάδα οφείλει να βοηθηθεί από τους εταίρους της, παράλληλα με την εκδίωξη του ΔΝΤ από την επικράτεια της, το γρηγορότερο δυνατόν. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν πρέπει ούτε στιγμή να διστάσει - παίρνοντας τις οδυνηρές μεν, αλλά απόλυτα υποχρεωτικές αποφάσεις που χρειάζονται, για την εξασφάλιση της ευημερίας των Πολιτών της. Ας μην ξεχνάμε ότι, η πατρίδα μας είναι μία πλούσια, πολλαπλά προικισμένη χώρα, η οποία μπορεί να συντηρηθεί μόνη της – αρκεί να δραστηριοποιηθούν οι Πολίτες της, διακρίνοντας προοπτικές και χωρίς βέβαια να επιδιώκει την απομόνωση της.

Δημόσιο Χρέος: Μήπως θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας;



Σύμφωνα με την «Τράπεζα της Ελλάδος», μπορούμε να μηδενίσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα μας έως το 2012, μέσω του περιορισμού της «τεράστιας φοροδιαφυγής» και της ουσιαστικής περιστολής της σπατάλης του δημοσίου. Επίσης, μπορούμε να στοχεύσουμε στη μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ στο 60%, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (10 έτη), μέσω της επίτευξης σημαντικών «πρωτογενών πλεονασμάτων, της τάξης του 4,5-5% του ΑΕΠ.

Περαιτέρω, αν και κατά την ίδια έκθεση, «Πουθενά και ποτέ δεν υπήρξε παράδειγμα χώρας, η οποία να πέτυχε διατηρήσιμη ανάπτυξη στη βάση χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων», εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, με τη βοήθεια «Εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων, της αύξησης του ποσοστού απασχόλησης και της διαρκούς ποιοτικής αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και  κυρίως της ενδυνάμωσης του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές».

Ξεκινώντας από το δεύτερο, τη μείωση δηλαδή του χρέους προς το ΑΕΠ μας μέσα σε 10 έτη, διαπιστώνουμε ότι, με σταθερό ΑΕΠ ύψους 245 δις € και Δημόσιο Χρέος ύψους 233 δις €, αυτό που θεωρούμε εφικτό είναι η επίτευξη «κεφαλαιακού πλεονάσματος» 86 δις € (8,6 δις € ετήσια), όταν τα τελευταία 30 χρόνια το χρέος μας αυξανόταν σταθερά κατά σχεδόν 7 δις € ετήσια. Θέλοντας λοιπόν να επιτύχουμε μείωση του δημόσιου χρέους μας κατά 8,6 δις € για τα επόμενα δέκα χρόνια, στην ουσία επιδιώκουμε καλυτέρευση ίση με 7 δις € συν 8,6 δις €, ήτοι περί τα 15,6 δις € ετησίως! (επιφυλασσόμαστε, όπως πάντοτε, για την ακρίβεια των αριθμών)

Από την άλλη πλευρά, η λύση που θεωρείται ότι θα συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων μας, στηρίζεται στις επενδύσεις, μέσω των οποίων θα επιτευχθούν οι στόχοι μας. Όμως, όταν τα φορολογικά μας έσοδα είναι περίπου 55 δις € ετησίως και δεν φτάνουν ούτε για να καλύψουν τουλάχιστον τις δαπάνες ύψους 49 δις € (πρωτογενείς), τους τόκους ύψους 11,3 δις € και τις επιστροφές δανείων (χρεολύσια) ύψους 26 δις € - συνολικά δηλαδή περίπου 86 δις € ετήσια έναντι 55 δις € -, δεν είναι ουσιαστικά δυνατόν να περιμένουμε σοβαρές επενδύσεις εκ μέρους του δημοσίου.    

Βέβαια, θα μπορούσαμε θεωρητικά να αυξήσουμε τα φορολογικά μας έσοδα  και να μηδενίσουμε τουλάχιστον το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού (περί τα 6,3 δις ). Τα φορολογικά μας έσοδα όμως είναι γύρω στο 22% του ΑΕΠ μας, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2008, όταν για παράδειγμα τα αντίστοιχα της Γερμανίας το 2006 (πηγή: OCDEParis 2007) ήταν επίσης 22% και της Ιαπωνίας 18% (τότε τα δικά μας ήταν 17,4%). Επομένως, συγκριτικά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, ενώέχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το 2006.

Κατ’ επακόλουθο, ακόμη και αν είχαμε τη θέληση, καθώς επίσης μία σταθερή κυβέρνηση, η οποία δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στη συλλογή των φόρων, θα μπορούσαμε αλήθεια να αυξήσουμε τη φορολογία; Η Ιαπωνία, όταν το 1997 αύξησε τους φόρους για να μειώσει το έλλειμμά της, οδηγήθηκε αμέσως στην ύφεση. Εμείς γιατί θα τα καταφέρναμε καλύτερα; Η ύφεση φυσικά σημαίνει ότι, ακόμη και με αυξημένους συντελεστές φορολόγησης, τα έσοδα μειώνονται αφού περιορίζεται το ΑΕΠ, με τα χρέη σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ να αυξάνονται ραγδαία.    

Περεταίρω, ακόμη και εάν όλες οι υπόλοιπες συνθήκες (παγκόσμια οικονομική κρίση, προβληματισμοί στο εσωτερικό της χώρας κλπ) ήταν θετικές, η χώρα μας έχει χρόνιο και διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές της. Αγοράζει δηλαδή περισσότερα από όσα πουλάει, οπότε είναι υποχρεωμένη να έχει ίσο αντίστοιχο πλεόνασμα στο λογαριασμό κεφαλαίου της – επομένως, να πουλάει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα αγοράζει, για να καλύπτει αυτές τις ανάγκες της και όχι για τη μείωση των χρεών της.

Ειδικότερα όσον αφορά το εξωτερικό χρέος του δημοσίου (περίπου το 65% του συνολικού, ήτοι περί τα 235 δις €), θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι σχεδόν 13,5 φορές υψηλότερο από τις εξαγωγές μας. Για σύγκριση, το 1991 το εξωτερικό χρέος τηςΤαϊλάνδης ήταν ελαφρώς  μικρότερο από τις εξαγωγές της και ο οικονομολόγος κ. Κρούγκμαν το σχολιάζει στο βιβλίο του σαν «Όχι ασήμαντη αναλογία, αλλά μέσα σε ασφαλή όρια». Το αντίστοιχο της Λατινικής Αμερικής ήταν 2,7 μεγαλύτερο από τις εξαγωγές, κάτι που αξιολογούνταν σαν αρκετά επικίνδυνο.       

Για να καταλάβει κανείς τη σοβαρότητα του ελλείμματος των 41 δις €, αρκεί να τη συγκρίνει με το αντίστοιχο του Μεξικού,ένα χρόνοι πριν (1993) από την παρά λίγο χρεοκοπία του (γνωστή σαν κρίση-τεκίλα, όπου το Μεξικό διασώθηκε χάρη στα 50 δις $ δάνειο που πήρε από της Η.Π.Α.). Το ποσοστό αυτό ήταν 8% επί του ΑΕΠ και όχι 16,72% όπως σήμερα στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι, αν και το νόμισμα του Μεξικού παρέμενε σταθερό, αφού ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο, ο πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος από αυτόν των Η.Π.Α., με αποτέλεσμα τα προϊόντα που παρήγαγε να μην μπορούν να ανταγωνιστούν τα αμερικανικά (ουσιαστικά το νόμισμα ήταν υπερτιμημένο)Έτσι, μειώνονταν συνεχώς οι εξαγωγές του Μεξικού και αυξάνονταν οι εισαγωγές.

Κάτι αντίστοιχο όμως δεν συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα, με τον πληθωρισμό εδώ να είναι σταθερά αρκετά μεγαλύτερος από το μέσο Ευρωπαϊκό; Επί πλέον σε εμάς, το νόμισμα μας δεν είναι απλά συνδεδεμένο με το € (οπότε θα μπορούσε να αποσυνδεθεί και να υποτιμηθεί), αλλά είναι το ίδιο το €, το ισχυρότερο σήμερα νόμισμα του κόσμου. Τι θα γίνει λοιπόν εάν σταματήσει η χώρα μας να προσελκύει ξένους επενδυτές (λόγω για παράδειγμα αυξημένου ρίσκου, χρηματιστηριακής απαξίωσης κ.α.), καθώς επίσης εάν τελειώσουν τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (ΟΤΕ, Ολυμπιακή κλπ), τα κερδοφόρα φυσικά που είναι δυνατόν να πουλήσει;

Το κράτος μας, εάν κρίνουμε από τη δυσκολία του να δανεισθεί μακροπρόθεσμα (6,14% επιτόκιο), παρά το ότι είναι μέλος της Ευρωζώνης, δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόχρεο, ιδίως αφού καταλήγει να ζητάει βραχυπρόθεσμα δάνεια που πρέπει να ανανεώνονται συνεχώς. Ακόμη βέβαια προσελκύει ξένους επενδυτές, κυρίως μέσω του χρηματιστηρίου, αφού γνωρίζουμε ότι το περίπου 50% της κεφαλαιοποίησης του (70 δις €) ανήκει σε αλλοδαπούς.

Πριν όμως από την οικονομική κρίση, τα ποσόν αυτό (35 δις € περίπου) ήταν πολλαπλάσιο, αφού ο Γενικός Δείκτης ήταν κατά πολύ υψηλότερος. Σήμερα είναι εξαιρετικά χαμηλό, γεγονός που σίγουρα δυσχεραίνει αρκετά τη χρηματοδότηση των αναγκών μας. Εάν προσθέσουμε εδώ τις μικρότερες οικονομικές αποδόσεις (κερδοφορία) των εισηγμένων εταιριών, ιδίως των τραπεζών, καθώς επίσης των υπολοίπων ελληνικών επιχειρήσεων και τα εξ αυτών μειωμένα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου, το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο. 

Μπορεί μήπως η Ελλάδα να ανεβάσει τα επιτόκια, προσελκύοντας καταθέτες από το εσωτερικό της, έτσι ώστε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα Κεφάλαια για την εξόφληση των υποχρεώσεων της στο εξωτερικό και την αύξηση των επενδύσεων; Ίσως αυτό θα ήταν κάποια λύση, εάν ο ιδιωτικός τομέας τουλάχιστον (καταναλωτές, επιχειρήσεις) και ιδιαίτερα ο χρηματοπιστωτικός ήταν υγιείς (όπως συμβαίνει στην Ιαπωνία, όπου το εξωτερικό χρέος είναι κατά πολύ χαμηλότερο του δημοσίου, κυρίως λόγω των υψηλών αποταμιεύσεων). Είναι όμως;


Οι τράπεζες μας έχουν δανεισθεί πολλά χρήματα από το εξωτερικό, δανείζοντας αρκετά από αυτά όχι στην Ελλάδα, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη, στην Τουρκία κλπ. Τα δάνεια των τραπεζών μας προς την Α. Ευρώπη υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 70 δις €, δηλαδή 25-30% του ΑΕΠ μας. Βέβαια θεωρούνται μη επικίνδυνα ακόμη, αφού τα αντίστοιχα δάνεια των τραπεζών της Αυστρίας είναι σχεδόν το 100% του ΑΕΠ της και ακριβώς γι’ αυτό αναρωτιούνται οι οικονομολόγοι εάν έχει ήδη χρεοκοπήσει η χώρα. Με δεδομένες όμως τις αδυναμίες του κράτους μας και την ενδεχόμενη στροφή του προς το εσωτερικό για χρηματοδότηση (ήδη έχουν εκδοθεί λαϊκά ομόλογα), μήπως είναι πράγματι επικίνδυνα τα δάνεια των τραπεζών μας στο εξωτερικό; Εάν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, ούτε αυτές μπορούν να στηρίξουν την Ελλάδα, αλλά ούτε και η Ελλάδα τις τράπεζες της, όπως ενδεχομένως μπορεί η Αυστρία.

Περαιτέρω, απομένει η δυνατότητα της «σύλληψης της τεράστιας φοροδιαφυγής», για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την επίλυση των προβλημάτων της Οικονομίας μας. Είναι όμως πράγματι τεράστια η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες, όταν

α)  τα φορολογικά μας έσοδα αντιστοιχούν στο 22% του ΑΕΠ μας, με τη Γερμανία στα ίδια επίπεδα και την Ιαπωνία χαμηλότερα;
β)  δεν υπάρχει εκτεταμένη «ελληνική» φόρο-αποφυγή, αφού οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εδώ είναι δυστυχώς ξένες (οι ελληνικές εταιρίες είναι σχετικά μικρές για να κάνουν χρήση αυτών των οριακά νόμιμων δυνατοτήτων) και
γ)  οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν απ’ ευθείας κόστη που σε άλλες χώρες επιβαρύνουν το δημόσιο, όπως φροντιστήρια, ιατρική περίθαλψη κ.α.;

Μία μέση οικογένεια πληρώνει για φροντιστήρια περί τα 3.000 € ετήσια ανά μαθητή, όταν η αντίστοιχη γερμανική δεν πληρώνει τίποτα. Δεν είναι αυτός φόρος; Είναι μηδαμινός και μπορεί να αυξηθεί; Εάν δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια, δεν θα έμεναν όλοι όσοι απασχολούνται σε αυτά άνεργοι, αναγκάζοντας το Δημόσιο να τους πληρώνει; Δεν ενισχύουν επομένως οι Έλληνες πολίτες απ’ ευθείας το Δημόσιο; Θα υπήρχαν γιατροί με αυτές τις αμοιβές, εάν δεν υπήρχαν οι «διευκολύνσεις»;Δεν «επιδοτούνται» λοιπόν αυτές οι αμοιβές απ’ ευθείας από τους Έλληνες πολίτες; Δεν είναι έμμεσοι, αν και αφανείς, φόροι;

Τέλος, αφήνοντας έξω τις ξένες επιχειρήσεις, τις σχετικά μεγάλες ελληνικές οι οποίες, εισηγμένες στο χρηματιστήριο, δύσκολα φοροδιαφεύγουν, καθώς επίσης τους μισθωτούς, μπορεί η φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών να λύσει πραγματικά όλα τα προβλήματα της χώρας μας; Πόσες από αυτές θα κλείσουν, σε τελική ανάλυση, αν «συλληφθεί» η όποια φοροδιαφυγή ή εισφοροδιαφυγή τους; Ποια θα είναι τα πραγματικά αποτελέσματα για την Οικονομία και το κράτος μας, όταν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο;  

Όσον αφορά τώρα την περιστολή των δαπανών του δημοσίου, είναι πράγματι σε θέση να καλύψει αυτή τους στόχους μείωσης των ελλειμμάτων και των χρεών, όταν υπάρχουν τόσα πολλά κοινωνικά προβλήματα; Οτιδήποτε και αν καταφέρουμε να μειώσουμε, δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος του ασφαλιστικού που προέρχεται, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, από τη διαφοροποίηση της αναλογίας των εργαζομένων, σε σχέση με αυτούς που συνταξιοδοτούνται; (γήρανση του πληθυσμού, κυρίως λόγω της αύξησης του προσδοκώμενου χρόνου ζωής, σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα). Ή ίσως στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας των νέων; (ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από την «ευρωσκλήρωση», τη μόνιμη δηλαδή παρουσία υψηλών ποσοστών ανεργίας, ιδίως των νέων, ακόμη και στη διάρκεια οικονομικών ανακάμψεων – όχι μόνο εμείς).       

Συμπερασματικά λοιπόν, είναι πραγματικά όμορφη η σκέψη να μειώσουμε το χρέος μας και να μηδενίσουμε τα ελλείμματά μας.Σαν άτομα και σαν χώρα, θα μας γέμιζε υπερηφάνεια κάτι τέτοιο, θα τόνωνε το ηθικό μας και θα πρόσθετε πολλά στην αξιοπρέπεια μας. Κανένας μας δεν θέλει να ακούει από τις άλλες χώρες, ότι χωρίς τη βοήθεια τους  δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε, όπως και κανένας μας δεν θέλει να επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές με υπερβολικά χρέη και χωρίς αντίκρισμα υποχρεώσεις. Είναι όμως πράγματι ρεαλιστικό ή μήπως αποτελεί μία ακόμη υπερβολή του ιδιόμορφου χαρακτήρα μας;

Κατά την άποψη μας, όλα όσα λέγονται προς αυτή την κατεύθυνση είναι μάλλον εσφαλμένα - δυστυχώς εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Μη έχοντας

α) συναλλαγματικές δυνατότητες (υποτίμηση του νομίσματος μας για να μειώσουμε πληθωριστικά το χρέος μας, για να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τον τουρισμό, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές κλπ, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία που σημειώνει αύξηση του τουρισμού της κατά 27%, όταν σε εμάς διαπιστώνεται μείωση 19%),
β) νομισματικές δυνατότητες (αυτόνομη κεντρική τράπεζα για τη διαχείριση των επιτοκίων κ.α.)
γ) δημοσιονομικές δυνατότητες (η ΕΕ ζητάει επίμονα την άμεση τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μείωση των ελλειμμάτων, με όλα όσα όλα αυτά συνεπάγονται – περιορισμό των μισθών, λιτότητα, μειωμένη ζήτηση με το φόβο του αποπληθωρισμού κ.α.)
δ)  μία «φιλική» δομή του ΑΕΠ μας απέναντι σε κρίσεις (στην Ελλάδα υπερισχύει ο τομέας των Υπηρεσιών, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη αφού, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που υποχρεωτικά τον στελεχώνουν, δεν έχουν τις ιδιότητες των μηχανών) και    
ε) την οικονομική και λοιπή βοήθεια της ΕΕ, αφού εμείς δεν έχουμε καμία ελευθερία κινήσεων κλπ,

είναι αδύνατον να εξέλθουμε από τα προβλήματα της οικονομίας μας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, αν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου, τον ικανότερο λαό, αν κατορθώναμε να μειώσουμε την όποια φοροδιαφυγή, να περιορίσουμε τη σπατάλη του Δημοσίου κοκ. Επομένως, όχι μόνο είναι αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξηση τους, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που δεν θα μπορούμε να τα πληρώσουμε, μην κατορθώνοντας κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον να εξασφαλίσουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας. 

Τι θα έπρεπε να κάνουμε λοιπόν, εάν δεν θέλαμε να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, να υποδουλωθούμε ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα πρέπει να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε κάπως τις παρενέργειες του χρέους και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;   

Ο JMKeynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:

«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη - δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.

Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσης τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο KeynesΜέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί», δεν θέλουμε να χρωστάμε και δεν θέλουμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά-σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;

Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές τους για τα προϊόντα μας αυξάνοντας το ΑΕΠ μας(οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας), μας αποκλείουν σταδιακά από τις δικές μας (LidlAldiMakroMediaMarktVinciHochtiefCarrefourUnilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ), δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας, αλλά μόνο εκμεταλλεύονται τις καταναλωτικές μας επιδόσεις, δεν προστατεύουν ενεργά (με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορα μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;

Ακόμη και σαν αποικία ή δορυφόροι τους, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας; Εγκαταστάθηκαν εδώ, δημιούργησαν ολιγαρχίες, έφτιαξαν δρόμους για την εισβολή των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φόρο-αποφυγή), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποιόν;  

Σίγουρα, εάν δεν είμαστε μέλος της Ευρωζώνης θα είχαμε ήδη χρεοκοπήσει, ιδίως όταν αρχίσει να γίνεται έντονη η αντίστροφη λειτουργία της πιστωτικής επέκτασης: η πιστωτική συρρίκνωση, κατά την οποία τα 10 € που είχαν γίνει ως εκ θαύματος 1.000 €, «αναδανειζόμενα» και «πολλαπλασιαζόμενα», επανέρχονται στην πραγματική τους αξία. Ταυτόχρονα όμως (και εδώ υπεισέρχεται ο ηθικός κίνδυνος από την αντίθετη πλευρά του), εάν δεν είμαστε μέλος αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία επιβάλλονται δυστυχώς κατά καιρούς κάποιοι εγωκεντρικοί «ηγεμόνες», δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ σε αυτήν την κατάσταση.

Δεν θα είχαμε επενδύσει ποτέ σε τόσους δρόμους, δεν θα είχαμε κατασκευάσει τέτοια έργα, δεν θα είχαμε διοργανώσει τους Ολυμπιακούς αγώνες, δεν θα είχαμε επεκταθεί στην Ανατολική Ευρώπη και δεν θα είχαμε κάνει πολλά άλλα. Θα ήταν όμως οι επιχειρήσεις μας δικές μας, θα απολαμβάναμε εμείς τα μερίσματα τους, θα ήμαστε ανεξάρτητοι, ελεύθεροι και δεν θα αναγκαζόμαστε να αγωνιάμε για ένα βιοτικό επίπεδο που βασίστηκε στα χρέη που κατά κάποιον τρόπο μας επιβλήθηκαν. Αξίζει επομένως να αναρωτηθούμε τα παρακάτω:   

  • Μήπως, αφού δυστυχώς φτάσαμε σε αυτήν την κατάσταση, η ΕΕ θα πρέπει να φροντίσει να αυξηθούν τόσο το ΑΕΠ, όσο και οι εξαγωγές μας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την τεράστια «φοροαποφυγή» των Ευρωπαϊκών πολυεθνικώνπου έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας;

  • Μήπως εμείς οφείλουμε να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος μας, εσωτερικό και εξωτερικό, εξ ολοκλήρου σε μακροπρόθεσμο, σταματώντας πλέον να δανειζόμαστε και απαιτώντας από την ΕΕ την εγκατάσταση παραγωγικών, όχι μόνο εμπορικών επιχειρήσεων;

  • Μήπως για την εξόφληση των τόκων και των χρεολυσίων, θα πρέπει να αποφασισθεί ένα σταθερό ποσοστό επί του ΑΕΠ μας (για παράδειγμα 10%), το οποίο να είναι εφικτό να εκταμιεύεται σε ετήσια βάση, για όσα χρόνια χρειασθεί, έτσι ώστε να εξοφλήσουμε κάποτε, χωρίς να εμποδίζονται οι απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις για την ορθολογική λειτουργία της οικονομίας μας;     

Προφανώς δεν είμαστε η μοναδική μικρή οικονομία της Ευρωζώνης, ούτε μόνο εμείς αντιμετωπίζουμε προβλήματα, επαυξημένα από την παγκόσμια κρίση. Όμως, οι κρίσεις δεν δημιουργούν μόνο προβλήματα, αλλά και τεράστιες ευκαιρίες. Χωρίς καμία αμφιβολία, η μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ευρώπη σήμερα είναι η αναγωγή του Ευρώ σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, στη θέση του δολαρίου. Μόνο και μόνο αυτό θα έφτανε, αφ’ ενός μεν για να υπερκαλύψουμε τις ζημίες που μας προξένησαν οι Η.Π.Α., αφ’ ετέρου δε για να επιτύχουμε μία άνευ προηγουμένου ευημερία όλων των κρατών-μελών του ευρώ.

Όπως έχουμε ήδη γράψει, «Όσο αυξάνεται ο όγκος των συναλλαγών που γίνονται με το νόμισμα μίας συγκεκριμένης χώρας, τόσο αυξάνονται και τα κέρδη της, καθώς επίσης η διεθνής ανταγωνιστικότητα που απολαμβάνουν τόσο οι τράπεζες, όσο και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της εν λόγω χώρας» 

Αντί λοιπόν να χάνουμε (οι χώρες της Ευρωζώνης) το χρόνο μας, αναζητώντας λύσεις σε δευτερεύοντα προβλήματα και να αλληλοκατηγορούμαστε, είναι προτιμότερο να κοιτάξουμε το μέλλον με αισιοδοξία, επιταχύνοντας τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για την κοινή μας πρόοδο. Η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει μία δική της  αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά, να γίνει ένας άριστος νομισματικός χώρος (διευκόλυνση της μετανάστευσης του κεφαλαίου και της εργασίας εντός των συνόρων της) και να ολοκληρωθεί πολιτικά, μετατρέποντας τα κράτη σε ισότιμες Πολιτείες και αποκτώντας μία πραγματική Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση. Εάν δεν το κάνει σήμερα, με την ευκαιρία της κρίσης που προκάλεσαν οι Αμερικανοί, ίσως δεν θα έχει ποτέ ξανά τη δυνατότητα – τουλάχιστον όχι με τόσο χαμηλό κόστος.     

Ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία, μόνο η ενίσχυση μίας τράπεζας της κόστισε στο δημόσιο πάνω από 100 δις € - σχεδόν το μισό δηλαδή του δικού μας χρέους. Χωρίς καμία αμφιβολία, η ενίσχυση ενός ολόκληρου κράτους, στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, είναι κατά πολύ σημαντικότερη από αυτήν μίας τράπεζας, η οποία μάλιστα δεν είναι και η βασικότερη της χώρας. Πόσο μάλλον όταν σε αυτό το κράτος, στην Ελλάδα, έχουν εγκατασταθεί πάμπολλες ευρωπαϊκές εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες μεταφέρουν τεράστια ποσά στις χώρες προέλευσης τους, «αδυνατίζοντας» συνεχώς τη φορολογική του βάση και μειώνοντας διαρκώς την ανταγωνιστικότητα των δικών του επιχειρήσεων.

Ιδιαίτερα όταν για την κερδοφόρα λειτουργία αυτών των «ξένων» επιχειρήσεων, έχει επενδύσει τεράστια ποσά δανειζόμενο το Ελληνικό δημόσιο (όλοι εμείς), τα οποία οφείλει να εισπράξει για να εξοφλήσει. Εκτός αυτού, τόσα χρόνια τώρα, προστατεύουμε τα σύνορα της Ευρώπης με δικό μας κόστος, αγοράζοντας μάλιστα αρκετό από τον πολεμικό μας εξοπλισμό από ευρωπαϊκές εταιρίες. Ίσως λοιπόν θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η ΕΕ τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας. Όλες οι υπόλοιπες «δήθεν» λύσεις, οι αυτομαστιγώσεις και οι «πολιτικές» αλληλοκατηγορίες, είναι πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου – ανέφικτες δηλαδή, δουλοπρεπείς, μίζερες και μη ρεαλιστικές.

Oι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ δεν πρέπει να συμπεριφέρονται σαν τα γνωστά μας Golden Boys, τα οποία λεηλατούσαν τις τράπεζες όσο ήταν κερδοφόρες, επιστρέφοντας τες καταχρεωμένες στα κράτη, όταν ξέσπασε η κρίση και έπαψαν πια να αποδίδουν. Το μέλλον τους, όπως και το μέλλον όλων μας, είναι σε άμεση συνάρτηση με μία πραγματική, δίκαιη, πολιτική και όχι μόνο οικονομική ένωση, ισότιμων μεταξύ τους Κρατών-Πολιτειών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν εξαρτόμαστε πλέον μόνο εμείς από την Ευρώπη, αλλά στον ίδιο βαθμό και η Ευρώπη από εμάς. Η κρίση του Μεξικού επηρέασε κάποτε ολόκληρη τηΛατινική Αμερική, παρά το ότι δεν υπήρχαν σοβαρές εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους. Μία δική μας ενδεχόμενη κρίση, εάν δεν απορύθμιζε ολόκληρο τον κόσμο, σίγουρα θα λειτουργούσε καταστροφικά όχι μόνο για τις ηγέτιδες, αλλά για όλες τις χώρες της ΕΕ.      

Βασίλης Βιλιάρδος