Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Γιατί συμφέρει την Γερμανία να μας πληρώνει


Τώρα και αρκετό καιρό υπάρχουν υπόνοιες ότι η Γερμανία θέλει να πετάξει την Ελλάδα έξω από το ευρώ. Τα δε ΜΜΕ συντηρούν αυτό τον μύθο υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της ΕΕ και αργά η γρήγορα θα βρεθούμε να τυπώνουμε δραχμές. Έχω νέα για όλους που έχουν αυτό το σκεπτικό... η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Παρακαλώ δώστε προσοχή στο πιο κάτω διάγραμμα. Μας δείχνει το πόσο έχουν αυξηθεί τα "unit labor costs" (το εργασιακό κόστος ανά μονάδα παραγωγής) από το πρώτο τρίμηνο του 2000 έως το τρίτο τρίμηνο του 2009.



Όπως δείχνουν τα στοιχεία από τον ΟΟΣΑ, το εργασιακό κόστος ανά μονάδα παραγωγής στην Ελλάδα έχει αυξηθεί περισσότερο από όλη την Ευρώπη, ενώ στην Γερμανία έχει αυξηθεί το λιγότερο. Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει χάσει ανταγωνιστικοτήτα ενώ η Γερμανία την έχει διατηρήσει. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι τα Γερμανικά προϊόντα έχουν μείνει σταθερά ενώ τα Ελληνικά έχουν αυξηθεί.
Μπορεί πολλοί να νομίζουν ότι το ευρώ είναι ένα ακριβό νόμισμα. Ωστόσο, στην πραγματικότητα για την ίδια τη Γερμανία είναι ένα φτηνό νόμισμα. Ο λόγος είναι διότι τα 2/3 των εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας πραγματοποιούνται εντός της ζώνης του ευρώ. Όταν λοιπόν η ανταγωνιστικότητα σου ανεβαίνει σε σχέση με τους κυριότερους εμπορικούς σου εταίρους, τότε άσχετα αν το ευρώ ανεβαίνει σε αξία με τον υπόλοιπο κόσμο, για την Γερμανία, είναι σαν να υποτιμάται διαρκώς.

Αν η Γερμανία σήμερα είχε το μάρκο, δεν θα είχε γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα του κόσμου και δεν θα είχε την ανταγωνιστικότητα που σήμερα έχει και δεν θα είχε τα εμπορικά πλεονάσματα που έχει σήμερα. Τη Γερμανία λοιπόν την συμφέρει να είναι στο ευρώ και σε καμία περίπτωση δεν την συμφέρει να βγει από το ευρώ όπως ακούγεται κατά καιρούς. Επιπλέον, τη Γερμανία την συμφέρει να υπάρχουν στη ζώνη του ευρώ όσο περισσότερες χώρες είναι δυνατόν. Διότι έχοντας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μπορεί να πουλά περισσότερα σε αυτούς από ότι αυτοί μπορούν να πουλάνε στη Γερμανία.

Αν η Ελλάδα λοιπόν δεν είχε βοηθηθεί σε αυτή τη συγκυρία και τα πράγματα έφταναν στα άκρα, η ανησυχία των Γερμανών είναι ότι η Ελλάδα ίσως αποφάσιζε να βγει από το ευρώ και να αρχίσει να τυπώνει δραχμές. Αυτός είναι ο λόγος που η καγκελάριος της Γερμανίας θέτει τη βοήθεια προς την Ελλάδα σαν θέμα σταθεροποίησης του ευρώ και λιγότερο σαν θέμα βοήθεια προς την Ελλάδα. Επειδή λοιπόν είναι προς ο εθνικό συμφέρον της Γερμανίας η σταθερότητα του ευρώ, η Γερμανία θα κάνει ότι είναι δυνατόν -και με το όποιο κόστος- για να αποτραπεί η αποσταθεροποίηση. Προς αυτή τη κατεύθυνση η Γερμανία συμβάλλει στη τωρινή χρηματοδότηση της Ελλάδος.
Το πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδος όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα πετύχει. Αφενός διότι η προσαρμογή είναι πολύ δύσκολη και αφετέρου, αν όλα πάνε καλά και σύμφωνα με το πρόγραμμα (και δεν γίνει κάποιο οικονομικό ατύχημα στο ενδιάμεσο), το 2014 η Ελλάδα θα έχει χρέος (στην καλύτερη περίπτωση)140% του ΑΕΠ. Αν λοιπόν η Ελλάδα σήμερα είναι αποκλεισμένη από την αγορά ομολόγων με χρέος 120% του ΑΕΠ, για ποιο λόγο να μας ανοίξουν τις πόρτες τους οι αγορές όταν θα έχουμε χρέος 140% του ΑΕΠ; Και εδώ τώρα μπαίνει ένα άλλο ερώτημα. Αν οι αγορές θα είναι κλειστές για την Ελλάδα και μετά το 2014 (ένα σίγουρο στοίχημα), θα συνεχίσει να μας αναχρηματοδοτεί το χρέος μας το ΔΝΤ και η ΕΕ; Και αν ναι, μέχρι πότε; Έχει άραγε όρεξη η Γερμανία και η ΕΕ να αναχρηματοδοτήσουν όλο το Ελληνικό χρέος της Ελλάδος από το 2014 και μετά; Η εκτίμηση μου είναι όχι.

Μια λύση λοιπόν για το Ελληνικό ζήτημα μας ήρθε πριν μερικές μέρες από έναν τραπεζίτη. Πριν μερικές μέρες και προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, Ο Thomas Meyer (chief economist της Deutsche Bank) έκανε μια "εκπληκτική δήλωση". Είπε ότι αν η αγορά χάριζε το 50% των Ελληνικών χρεών, τότε το πρόβλημα της Ελλάδος θα μπορούσε να φτιαχτεί άμεσα και η Ελλάδα θα μπορούσε να δανειστεί και πάλι από τις αγορές σε λίγο καιρό. Σημειώστε ότι τέτοια δήλωση δεν την έκανε εν αγνοία του Josef Ackermann (επικεφαλής της Deutsche Bank), οποίος είναι πολύ καλός φίλος της Angela Merkel. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Ackermann και η Merkel έχουν συζητήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο κατ' ιδίαν.

Για ποιο λόγο όμως η Γερμανία να διαγράψει το 50% των Ελληνικών χρεών; Διότι σύμφωνα με πολλούς παράγοντες της αγοράς, είναι προτιμότερο η Γερμανία να υπογράψει μια επιταγή για 25 δις ευρώ προς το Γερμανικό τραπεζικό σύστημα για να διαγράψει το 50% των Ελληνικών ομολόγων που κατέχουν και να τελειώνει το πρόβλημα εδώ, παρά να δώσει η Γερμανία 25 δις σε δάνεια μέχρι το 2014 και κατά πάσα πιθανότητα να συνεχίσει να δίνει και μετά το 2014 και να ασχολείται με την Ελλάδα για τουλάχιστον μια δεκαετία και χωρίς σίγουρα αποτελέσματα. Η κατάληξη είναι ότι την Γερμανία την συμφέρει πάρα πολύ το ευρώ και θα έκανε τα πάντα για να μην διασπαστεί η ένωση. Μια επιδότηση προς της Ελλάδα για να παραμείνει στην ένωση είναι ένα σχετικά μικρό τίμημα. Το ερώτημα είναι, η Ελληνική κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό και έχει άραγε συζητήσει με τους Γερμανούς το ενδεχόμενο μια οργανωμένης, συντονισμένης στάσης πληρωμών με σκοπό να μειωθεί το Ελληνικό χρέος κατά 50%; 


Πώς η Τουρκία αποφοίτησε με άριστα από τη "Σχολή ΔΝΤ": μαθήματα για την Ελλάδα


Τέλος λαμβάνει φέτος το μακρό ειδύλλιο της Τουρκίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μία σχέση που καθόρισε την οικονομική πολιτική της χώρας την περίοδο 1998 – 2008. Το Μάρτιο, η κυβέρνηση Έρντογαν ανακοίνωσε πως έδωσε τέλος στις συνομιλίες με το ΔΝΤ σχετικά με τη σύναψη νέου δανείου. Ο λόγος, πως «η Τουρκία μπορεί σήμερα να στηριχθεί στα πόδια της και δε χρειάζεται εξωτερική χρηματοδότηση», όπως δήλωνε ο πρωθυπουργός Έρντογαν

Πράγματι, η σημερινή Τουρκία μοιάζε με μία άλλη χώρα εν σχέσει με την Τουρκία του 2001. Για δεκαετίες, η Τουρκία έδινε την εικόνα μιας χώρας που μαστιζόταν από οικονομική αρρυθμία. Τις βραχείς περιόδους ανάπτυξης διαδέχονταν κατακλυσμιαίες οικονομικές κρίσεις. Η οικονομία ήταν κλειστή και η εμπιστοσύνη που η χώρα ενέπνεε στο διεθνή επενδυτικό κόσμο περιορισμένη. Η θεαματική ανάκαμψη της Τουρκίας από την κρίση του 2000-2001 επιτεύχθηκε χάρη σε μία πολιτική που κατήρτισαν οι τουρκικές κυβερνήσεις σε συνδυασμό με το ΔΝΤ. Η ανάκαμψη οδήγησε, για πρώτη φορά ίσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στον οποίο δε συμμετείχε η Τουρκία), στην πολυπόθητη οικονομική σταθερότητα. Οι βάσεις μάλιστα που κτίσθηκαν την περίοδο 2002-2007, κατά την πρώτη διακυβέρνηση από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ήταν τόσο γερές ώστε η Τουρκία να περάσει τη διεθνή οικονομική κρίση με μικρές – σε σχέση με τις δυτικές οικονομίες – απώλειες, στηριζόμενη στις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις.
Το 2001, η Τουρκία ήταν στα πρόθυρα οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Παρότι η χώρα είχε περάσει από πολλές κρίσεις, εκείνη του 2001 ήταν κατά γενική ομολογία η πιο σοβαρή. Κατά τη διάρκεια του 2001, το ΑΕΠ της Τουρκίας μειώθηκε κατά 5.7%, ο πληθωρισμός στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών έφθασε το 55% και η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε κατά 51% έναντι των κυρίων ξένων νομισμάτων. Οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων ανακοινώνονταν η μία μετά την άλλη, και χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν στο δρόμο. 

Για να αντιμετωπίσει την κρίση, η τότε κυβέρνηση Έτσεβιτ μετακάλεσε τον επιφανή οικονομολόγο Κεμάλ Ντερβίς από την Παγκόσμια Τράπεζα και του ανέθεσε το υπουργείο οικονομικών. Αν και η θεαματική ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας είθισται να αποδίδεται στο ΑΚΡ, γίνεται δεκτό πως οι βάσεις της βρίσκονται στο τολμηρό πρόγραμμα του Ντερβίς. Ο τεχνοκράτης, που εργάσθηκε για 22 χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα, επελέγη λόγω της κρισιμότητας της καταστάσεως και του φόβου μιας λαϊκής εξέγερσης που διακατείχε την τότε πολιτική τάξη της Τουρκίας. Ήταν μία άριστη επιλογή, καθώς ο Ντερβίς ήταν ανεξάρτητος από τα τοπικά συμφέροντα στην Τουρκία και τα κυκλώματα διαφθοράς που λυμαίνονταν την οικονομική ζωή. Με τη στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου και των συλλογικών του οργάνων, ο Ντερβίς προώθησε ένα τολμηρότατο πρόγραμμα, το πολιτικό κόστος του οποίου καμμία κυβέρνηση ως τότε δε θα είχε τολμήσει να αναλάβει.
Σημειωτέον ότι πέραν της έξυπνης επιλογής ενός τεχνοκράτη, στην Τουρκία τα συλλογικά όργανα των εργοδοτικών οργανώσεων, όπως ο Σύνδεσμος Τούρκων Εμποροβιομηχάνων (TUSIAD) διαθέτουν σημαντική και υπεύθυνη δράση και επιρροή, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Τοποθετούνται δε παραδοσιακά υπέρ της οικονομικής και πολιτικής φιλελευθεροποίησης, της ένταξης στην ΕΕ και του εκδημοκρατισμού της χώρας. Παράλληλα, οι εν λόγω οργανώσεις αποφεύγουν τη μικροκομματική αντιπαράθεση και δεν επιχειρούν να προωθήσουν συμφέροντα ιδιωτών – μελών τους.    

Χαίροντας μίας γενικότερης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, ο τεχνοκράτης της Παγκόσμιας Τράπεζας συνεργάσθηκε, από την κυβερνητική του πια θέση, με το ΔΝΤ και κατήρτισε ένα πακέτο μέτρων σταθερότητας που άλλαξε ριζικά το δομικό πλαίσιο της τουρκικής οικονομίας και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα με μέτρα εξυγίανσης των τραπεζών και των θεσμών, ο Ντερβίς χρησιμοποίησε το διεθνές του κύρος από τη θητεία του στην Παγκόσμια Τράπεζα για να δανεισθεί 20 δις δολάρια από την εν λόγω τράπεζα και το ΔΝΤ.  Τουρκία και ΔΝΤ είχαν υπογράψει συμφωνία το 1998, που παρείχε στον οργανισμό τη δυνατότητα στενής εποπτείας και ελέγχου της τουρκικής οικονομίας από ειδικό «κλιμάκιο της Τουρκίας» στα πλαίσια του ταμείου. Η χώρα αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο δανειστή του ΔΝΤ, λαμβάνοντας την περίοδο 19999-2008 46 δις δολάρια.
 Ωστόσο, η «ανάσταση» της Τουρκικής οικονομίας δεν επετεύχθη κυρίως χάρη στα δάνεια του ΔΝΤ, αλλά των βαθύτατων δομικών αλλαγών που ξεκίνησε ο Κεμάλ Ντερβίς και συνέχισαν οι δύο κυβερνήσεις του ΑΚΡ. Στο κέντρο του πακέτου σταθεροποίησης ήταν η περικοπή των κρατικών δαπανών, το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η μείωση των εταιρικών φόρων και αύξηση μιας σειράς άλλων, η αναμόρφωση της γραφειοκρατίας προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των ξένων επενδύσεων και η ιδιωτικοποίηση των σημαντικότερων κρατικών επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις και μόνο απέφεραν πάνω από 20 δις δολάρια στο δημόσιο ταμείο την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ. Παράλληλα, η Τουρκία εγκατέλειψε τη σύνδεση της ισοτιμίας της λίρας με το καλάθι νομισμάτων που παρακολουθούσε, και η τιμή της αφέθηκε να καθορισθεί από την αγορά. Το γεγονός ωφέλησε σημαντικά τους Τούρκους εξαγωγείς, που έζησαν τη χρυσή εποχή τους ώσπου η διεθνής κρίση τους αποστέρησε από μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής αγοράς. 

Πίσω από την πρωτοφανή για τα χρονικά της Τουρκικής Δημοκρατίας άνθηση της τουρκικής οικονομίας, ωστόσο, βρίσκεται, κατά γενική γνώμη των αναλυτών, η μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Η κυβέρνηση Έρντογαν ακολούθησε μία πολιτική ιδιαίτερα φιλική προς το ξένο κεφάλαιο, απομακρύνοντας μεγάλο μέρος των νομικών περιορισμών που δυσκόλευαν τις ξένες επενδύσεις, και ενθαρρύνοντας την εξαγορά τουρκικών εταιριών. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα έφθασαν κατά μέσο όρο τα 5 δις δολάρια το χρόνο. Η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης κατόρθωσε να μειώσει τον πληθωρισμό, που τη δεκαετία του 1990 κάλπαζε στο 70%, στο 12% το 2003. Το τραπεζικό σύστημα οχυρώθηκε με αυστηρούς κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε οι τουρκικές τράπεζες – όσες γλίτωσαν την κρίση του 2000-2001 – να περάσουν αλώβητες τη διεθνή κρίση του 2008. Σήμερα μάλιστα, η κατάσταση έχει αναστραφεί, με τις τουρκικές τράπεζες να ερευνούν ευκαιρίες εξαγορών στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις του ΑΚΡ ενθάρρυναν τις τουρκικές επιχειρήσεις να ψάξουν αγορές για τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Σήμερα, τα τουρκικά καταναλωτικά αγαθά, οι τουρκικές κατασκευαστικές έχουν σαρώσει τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής.
Όπως σημειώνει το ίδιο το ΔΝΤ στις σχετικές με την Τουρκία εκθέσεις του, η θεαματική ανάκαμψη της Τουρκικής οικονομίας πραγματοποιήθηκε στις πλάτες των μισθωτών, που ανέλαβαν δυσανάλογα μεγάλο μέρος του βάρους της σχετικής προσπάθειας. Τα μέτρα οδήγησαν σε θεαματική αύξηση της ανεργίας. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν ακόμη ανακάμψει από το πάγωμα του 2002, σημειώνεται στις εκθέσεις του οργανισμού. Παράλληλα, εκφράζεται ανησυχία για την «υπερβολική εξάρτηση» της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα από την εισροή ξένου κεφαλαίου, υπό τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων. Η εξάρτηση αυτή οδήγησε σε πτώση του ρυθμού ανάπτυξης λόγω της έλλειψης ρευστότητας στις αγορές μετά τη διεθνή κρίση του 2007. 
Αν ο πρωθυπουργός Έρντογαν δηλώνει πως η Τουρκία «μπορεί πια να προχωρήσει μόνη της και δε χρειάζεται δάνεια – δεκανίκια», πολλοί είναι οι Τούρκοι αναλυτές που δηλώνουν πως η Τουρκία «αποφοίτησε από τη σχολή του ΔΝΤ». Από το 2006, η ΕΕ χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομία στις ετήσιες εκθέσεις της ως «λειτουργούσα οικονομία της αγοράς». Πριν την οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επέφερε μία έλλειψη ρευστότητας, οι ξένοι επενδυτές χαρακτήριζαν την Τουρκία «επενδυτικό παράδεισο». 

Ο παράδεισος αυτός της ελεύθερης και απαλλαγμένης από τη γραφειοκρατία, ταχύτατα αναπτυσσόμενης τουρκικής οικονομίας προκάλεσε και το ενδιαφέρον των ελληνικών επιχειρήσεων. Έτσι, η Εθνική Τράπεζα πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη εξαγορά ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό, αγοράζοντας την τουρκική Finansbank, ενώ η Eurobank ακολούθησε αποκτώντας την Tekfenbank. Ο όμιλος Υγεία εξαγόρασε τα ιδιωτικά νοσοκομεία Safak. Σήμερα όμως, η κατάσταση αντιστρέφεται, καθώς οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν θησαυρίσει εκμεταλλευόμενες τις ευνοϊκές ευκαιρίες των τελευταίων ετών ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Πολλές τουρκικές επιχειρήσεις κοιτούν προς την ελληνική αγορά για ευκαιρίες εξαγορών επιχειρήσεων, που υπόσχονται ανάπτυξη στο μέλλον αλλά ενδεχομένως βρίσκονται σε δύσκολη θέση στην παρούσα οικονομική συγκυρία.
Μπορεί άραγε η τουρκική εμπειρία οικονομικής ανάκαμψης να αποτελέσει παράδειγμα για την Ελλάδα; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί διεθνείς αναλυτές, την τουρκική κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών. Η Τουρκία ήδη προσέφερε οικονομική αρωγή στην Ελλάδα, πρόταση που η κυβέρνηση Παπανδρέου απέρριψε. Η επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Οικονομικών και αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Αλί Μπαμπατζάν στην Ελλάδα θεωρείται πως προετοιμάζει το έδαφος για την επερχόμενη επίσκεψη Έρντογαν το Μάιο, αλλά και εκείνο της ενδεχόμενης παροχής οικονομικών συμβουλών προς την κυβέρνηση της «χειμαζόμενης Ελλάδας». 

Πολλοί Τούρκοι αναλυτές ζήτησαν επίμονα από την κυβέρνηση Έρντογαν να παράσχει συμβουλές στην Ελλάδα, αλλά και οικονομική στήριξη. Στον τουρκικό τύπο έγινε συχνά λόγος για ανικανότητα της ΕΕ να συνδράμει ένα μέλλον που δεινοπαθεί, και εκφράσθηκαν πολλές φορές ανησυχίες ακόμη και για τη βιωσιμότητα της τελευταίας. Η Τουρκία έχει ηθικό χρέος, από την κοινή ιστορία των δύο λαών, να εμποδίσει τη γειτονική χώρα να «κατασθεί αποικία του ΔΝΤ», έγραψαν ουκ ολίγοι σχολιαστές. 

«Είναι εύλογο να μας στενοχωρεί η σημερινή κατάσταση στη γειτονική χώρα, με την οποία επιθυμούμε να εγκαθιδρύσουμε σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης και στρατηγικού εταίρου, στο χώρο της μεταφοράς ενέργειας και σε πολλούς άλλους. Ίσως στην παρούσα συγκυρία δημιουργείται το πεδίο για τουρκικές επιχειρήσεις να αγοράσουν ελληνικές, βοηθώντας τις να επιβιώσουν της κρίσης και να επιταχύνουν τους ρυθμούς αύξησής τους. Παράλληλα, εμείς που περάσαμε μία αντίστοιχη εμπειρία θα μπορούσαμε να προσφέρουμε την πείρα μας σε κυβερνητικό επίπεδο» είπε στο newstime.gr μέλος του οικονομικού επιτελείου του πρωθυπουργικού γραφείου. «Ωστόσο αντιλαμβάνομαι πως για πολλούς το ζήτημα είναι πολιτικό και για το λόγο αυτό δε θα επιθυμούσα να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, ούτε σε επώνυμο σχόλιο»πρόσθεσε.
Πηγή της ελληνικής κυβέρνησης είπε στο newstime.gr πως η βοήθεια της τουρκικής κυβέρνησης και ιδίως των Τούρκων επιχειρηματιών «είναι ευπρόσδεκτη, εφόσον γίνεται με καλές προθέσεις και όχι από δεσπόζουσα θέση». Δεν κατέστησε όμως σαφέστερο τι εννοούσε με το «καλές προθέσεις» και «δεσπόζουσα θέση». 

Τούρκοι αναλυτές που είναι πιο εξοικειωμένοι με την ελληνική πραγματικότητα αποδίδουν τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα στη διαφθορά, την κακοδιοίκηση και την απροθυμία των κυβερνήσεων να αναλάβουν το πολιτικό κόστος των μέτρων που απαιτούνται για την ανάκαμψη. Η δέσμη μέτρων που εξαγγέλθηκε χαρακτηρίσθηκε «γενναία, αλλά ανεπαρκής». Τούρκοι οικονομολόγοι τονίζουν πως τα μέτρα δεν καλύπτουν τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, στις τάξεις των οποίων παρατηρείται η εντονότερη φοροδιαφυγή, ενώ συχνά γίνεται λόγος για την παραοικονομία και το υδροκέφαλο κράτος.  

Το πρώτο άμεσο συμπέρασμα της σύγκρισης των δύο περιπτώσεων είναι πως στην Ελλάδα λείπει ο τεχνοκράτης της εμβέλειας του Ντερβίς που θα αναλάμβανε το συντονισμό της εθνικής προσπάθειας οικονομικής εξυγίανσης. Λείπει η πολιτική και κοινωνική συναίνεση που γεννήθηκε στην Τουρκία όταν η χώρα έφθασε στο χείλος του γκρεμού, λείπουν οι συλλογικές επαγγελματικές οργανώσεις –  όπως η TUSIAD – και οι ΜΚΟ που θα συνεισέφεραν στο δημόσιο διάλογο και θα στήριξαν την κυβερνητική πρωτοβουλία να ληφθούν σκληρά και αντιδημοφιλή μέτρα. Και για πολλοστή φορά, ένα σοβαρότατο ζήτημα όπως η επαπειλούμενη χρεοκοπία της χώρας, καθίσταται αντικείμενο όχι συναίνεσης αλλά μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Αν σε όλα αυτά προστεθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δε διαθέτει το βιομηχανικό και βιοτεχνικό οπλοστάσιο που έχει καταστήσει την Τουρκία χώρα – εξαγωγέα μιας εντυπωσιακής γκάμας προϊόντων και περιφερειακή οικονομική δύναμη, ενώ δεν μπορεί να λάβει μέτρα υποτίμησης του νομίσματός της όπως η Τουρκία το 2000-1 για να αντεπεξέλθει στην κρίση, τότε η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο επαχθής για τη χώρα μας. 
        

Είναι βιώσιμη η πορεία;

Το τελευταίο «Economist» επισημαίνει ότι η οικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη επιδεινώνεται με υπαιτιότητα των Ευρωπαίων ηγετών, που φέρουν μεγάλο μέρος ευθύνης, γιατί στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής «έκαναν λίγα». Το έχουμε και εμείς επισημάνει κατά κόρον. Δεν υπάρχει μια ευρωπαϊκή στρατηγική αντιμετώπισης της «κρίσης χρέους». Μπαλώματα γίνονται χρονικής μετάθεσης του προβλήματος, έστω κι αν το κόστος τους δεν είναι και μικρό...

Οντως έχουμε να κάνουμε με «συντηρητικής κατεύθυνσης» ηγέτες, οι οποίοι μάλιστα βρίσκονται σε τροχιά μεγάλης αμφισβήτησης στις χώρες τους, όπου οι ενδείξεις είναι ότι η επανεκλογή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη. Από τον Σαρκοζί και τη Μέρκελ μέχρι τον Μπερλουσκόνι. Και κάτι ακόμα: Ο αυτοτελής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει εξαιρετικά «περιοριστεί» από τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί, που επιβάλλουν στενές εθνικές πολιτικές της αρεσκείας τους, καθ' υπέρβαση του καλώς νοούμενου κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου. Εξ ου και μερικοί «ψυλλιασμένοι» Ελληνες πολιτικοί, με ευρωπαϊκή εμπειρία, όταν τους λες «Ευρώπη», σου απαντούν «ποια Ευρώπη;».
Το συμπέρασμα του «Economist» είναι ότι, παρά τα προγράμματα διάσωσης και τις ηρωικές περικοπές, οι οικονομίες της Ελλάδας και της Ιρλανδίας (ακολουθεί η Πορτογαλία) συρρικνώνονται ταχύτερα από το αναμενόμενο και οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, εκτιμώντας ότι έχουμε μπει σε μια «μη βιώσιμη πορεία».
Η ουσία του προβλήματος, όπως έχει εξελιχθεί, έχει δύο μέρη. Το ένα αφορά την Ελλάδα, δηλαδή το «τι θα κάνουμε εμείς». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που θα καθορίσει το μέλλον της χώρας σε πρώτη και τελευταία ανάλυση είναι οι μεταρρυθμίσεις, οι προσαρμογές, η αλλαγή σταδιακά του παραγωγικού μας μοντέλου, οι νέοι θεσμοί, οι νέες δομές, η αλλαγή νοοτροπίας κλπ. Μέχρι στιγμής, παρά τις σημαντικές προσπάθειες που κάνει η κυβέρνηση, υπάρχουν αρρυθμίες, καθυστερήσεις, έλλειψη ικανοτήτων, απροθυμίες, κόπωση κλπ.
Απουσιάζει επίσης ένα πνεύμα ευρύτερης πολιτικής συνεννόησης, που είναι απαραίτητος όρος για την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης! Ολα αυτά πρέπει αμέσως να διορθωθούν.
Το άλλο μέρος του προβλήματος είναι η απροθυμία της ευρωπαϊκής ηγεσίας να αντιμετωπίσει «κατά μέτωπο» την κρίση χρέους. Χωρίς αυτό το «κρίσιμο συμπλήρωμα» η ελληνική προσπάθεια μοιάζει σαν μια «πορεία στα τυφλά». Προτάσεις έχουν γίνει πολλές. Βούληση δεν υπάρχει προς το παρόν. Αντίθετα έχουμε επιδείνωση, με την εξαγγελία της επικείμενης αύξησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων και την «ολέθρια» στρεβλή λειτουργία του Μόνιμου Μηχανισμού Στήριξης (ESM), με την εμπλοκή ιδιωτών στην αναδιάρθρωση.
Απ' αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι από τη μια μεριά η Ευρώπη με τις ανεπαρκείς αποφάσεις της «στρώνει το χαλί» στους Οίκους Αξιολόγησης και από την άλλη διερωτάται «πώς κάνουν τέτοιες αξιολογήσεις;» και τους καταγγέλλει...
Δεν ξέρω αν η αναμενόμενη τουριστική αύξηση το καλοκαίρι, η βελτίωση των εξαγωγών και οι αναπτυξιακές προσπάθειες που δρομολογούνται μπορούν να αλλάξουν κάπως το «κακό κλίμα».
Το πρόγραμμα που καλείται να υλοποιήσει η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά βαρύ και οπωσδήποτε θα προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις. Η ύφεση και η ανεργία θα διευρυνθούν. Η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει να συρρικνώνεται. Οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες σημείωσαν ρεκόρ ζημιών (3,1 δισ.) το 2010. Ενώ το κράτος χρωστάει παντού...
Ισως είναι μια στιγμή που ο κ. Παπανδρέου πρέπει να «κάνει ταμείο» και, αφού ξαναδεί το σύνολο των δεδομένων, να προχωρήσει σε τολμηρές πρωτοβουλίες.

Το Μνημόνιο και.....περί κυριαρχίας

Η μεταπολιτευτική συνταγματική θεωρία περί κυριαρχίας υπήρξε μάλλον «συναινετική», κατ’ αναλογία του ήπιου κοινοβουλευτικού κλίματος. Το «Μνημόνιο», ωστόσο, διασπά και την ενότητα της νομικής δογματικής. Η ανάλυση της σχετικής επιχειρηματολογίας δεν αναδεικνύει, τελικά, μόνο δύο ευδιάκριτες αντιλήψεις περί κυριαρχίας, αλλά και τη μοιραία έλξη του συνταγματικού μας λόγου από μια μεταφυσική εκδοχή της.  

Πέρα από αναπαραγωγή της κρίσης του Κράτους δικαίου, η απορρόφηση της εθνικής έννομης τάξης στη δίνη της ανολοκλήρωτης πολιτειακής στροφής που αποκαλούμε «Μνημόνιο» συνιστά δοκιμασία και της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας και ειδικότερα του λόγου τηςπάνω στο ζήτημα της κυριαρχίας. H μεταπολιτευτική νομική δογματική αποτύπωνε, μέχρι τώρα, το συναινετικό κοινοβουλευτικό κλίμα, αφού η ραγδαία υποχώρηση τηςπολιτικής κυριαρχίας, της αφηρημένης δηλαδή κατίσχυσης στο πεδίο του πολιτειακού αυτοκαθορισμού , δεν θεωρούνταν ότι άγγιζε την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας», με άλλα λόγια τη νομική κυριαρχία του ελληνικού Κράτους. Ο θεμελιώδης νεωτερικός διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτόν πουφέρει και σε εκείνον που ασκεί την κυριαρχία λειτούργησε ως ερμηνευτική προκατανόηση του 28 Σ., και η προσαρμογή της ελληνικής στην ενωσιακή τάξη αποδιδόταν συστηματικά στη βούληση του Κυρίαρχου ελληνικού λαού.
            Το Μνημόνιο έρχεται να διαρρήξει, ωστόσο, μεταξύ άλλων και πολύ πιο σημαντικών ισορροπιών, και την ενότητα της συνταγματικής θεωρίας, καθώς η λήψη θέσης, ακόμη και αν πρόκειται για την πιο εκκωφαντική σιωπή, μοιάζει αναπόφευκτη. Η ανατομία, όμως, της σχετικής επιχειρηματολογίας δεν αναδεικνύει τελικά, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, μόνο δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί κυριαρχίας (§1), αλλά, επίσης, τη μοιραία έλξη του συνταγματικού μας λόγου απόμια μεταφυσική-ουσιοκρατική εκδοχή της (§2), η οποία έγκειται στον αναγκαίο, είναι η αλήθεια, καταλογισμό των εκφάνσεων της κυριαρχίας, όπως το Μνημόνιο, στη θολή φιγούρα ενός αλάθητου Κυρίαρχου.
 
1. Το Μνημόνιο μεταξύ ουσίας και σύμβασης
 
            Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στα επιχειρήματα των «αντιμνημονιακών» για να διαπιστώσει κανείς τη μετατόπιση της εξέτασης της κυριαρχίας από τη νομική στην πολιτειολογική της διάσταση και κατά συνέπεια μια μετωπική και εύλογη αμφισβήτηση ακόμη και της «σχετικής», κατά Μάνεση , αυτονομίας του νομικού κανόνα λόγω της κανονιστικής δύναμης του πραγματικού γεγονότος. Πέρα από τις γνωστές εξόφθαλμες αστοχίες ως προς τη νομοθετική του κύρωση, το Μνημόνιο καταγγέλλεται ως μια de factoπαραχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας γιατί ισοδυναμεί «με εκχώρηση της αρμοδιότητας χάραξης και εφαρμογής της οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής της χώρας» στην τρόικα. Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η κυριαρχία δεν εκλαμβάνεται πια ως το δικαίωμα της απόφασης ή της αρμοδιότητας, εφόσον είναι σαφές ότι τούτο παραμένει στα χέρια του συμβαλλόμενου, ο οποίος «οικειοθελώς προσχώρησε» στη σύμβαση, αλλά ως καθαρή δύναμη, ως potestas με την πολιτική έννοια του όρου . Παρότι η εξωτερική κυριαρχία διέπεται από το καθεστώς της συναίνεσης και η εσωτερική από αυτό της εξουσίασης , είναι προφανές, εάν υιοθετήσουμε αυτά ταεξωνομικά κριτήρια της πολιτειακής βούλησης, ότι δεν υφίσταται ούτε αυθεντική συναίνεση ούτε κατ' επέκταση πραγματικήεξουσίαση. Ενώ, όμως, η παραπάνω άποψη μένει πιστή στις κατηγορίες του (κοινωνιολογικού) θετικισμού, αναδεικνύοντας τη σημασία του ωμού συσχετισμού δυνάμεων στη διαμόρφωση του κανόνα, σημαίνουσα θέση διεκδικεί στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και ο καθαρός φυσικοδικαιισμός. Ο Κασιμάτης, για παράδειγμα, παρακάμπτει εντελώς το δεδομένο της νομοθετικής βούλησης, το γεγονός ότι ο ν. 3845/2010 δεν εκχωρεί καμία απολύτως αρμοδιότητα σε αλλοδαπό όργανο, αλλά και το ξεκάθαρο δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, για να υποστηρίξει την απαλλοτρίωση νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων προς όφελος της τρόικας και κατά συνέπεια την παραβίαση του 28 παρ.2 Σ. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι «είναι φανερό ότι οι προβλεπόμενες στις Συμφωνίες δανεισμού ή επιβαλλόμενες από αυτές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι ούτε μπορεί να είναι προϊόν της νομοθετικής βούλησης της Βουλής των Ελλήνων, αλλά των κυβερνήσεων των Δανειστών και των οργάνων εφαρμογής των». Έτσι, αμφισβητείται ανοιχτά και η λογική δυνατότητα του Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο παραβιάζει εδώ όχι τη νόρμα, αλλά την ιδέα του συνταγματολόγου περί κυριαρχίας.
            Σε προνομιακό στόχο του αντιμνημονιακού discours αναδεικνύεται η σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης της 8.5.2010, και πιο συγκεκριμένα η περίφημη παραίτηση του Κράτους από τους όρους της ασυλίας του. Από τη στιγμή που η κυριαρχία συνιστά «κριτήριο Κράτους», η επαχθής συμφωνία οδηγεί de jureστην οριστική απώλεια της «κρατικότητας» της Ελλάδας. Η δυνατότητα εκτέλεσης κατά της δημόσιας και όχι μόνο της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ο προσδιορισμός ως εφαρμοστέου του αγγλικού δικαίου και η εκχώρηση της τελευταίας λέξης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στοιχειοθετούν μια παράλογη «νομική αυτοκτονία» του Κράτους, η οποία παραβιάζει τη συνταγματική κόκκινη γραμμή του 28 παρ.3 Σ., το διεθνές mandatory law αλλά και τον υπερσυνταγματικό ουσιαστικό πυρήνα του 110 παρ.1 Σ.. Eίναι, ως εκ τούτου, προφανές ότι η ελληνική Βουλή δεν θα μπορούσε να κυρώσει ποτέ την επίμαχη σύμβαση, ακόμη και αν φορούσε το μανδύα της αναθεωρητικής λειτουργίας. To αντίθετο ισοδυναμεί, για τους αντιμνημονιακούς, με πραγματική επανάσταση.Έτσι συγκροτείται, τελικά, μια ουσιοκρατική άμυνα του Συντάγματος, η οποία ταυτίζει το εθνικό συμφέρον με την εθνική κυριαρχία.
Στην άλλη όχθη, ο λόγος υπέρ του μνημονίου είναι κυρίως πολιτικός. Η επίκληση της «ανάγκης» ή της «ευκαιρίας» καθιστά από θεμιτό έως ευκταίο τον ελπιδοφόρο, για όλους, περιορισμό της κυριαρχίας. Σε ό,τι αφορά τα καθαρά νομικά, η θετικιστική και συμβασιοκρατική θεώρηση απαλλάσσει αυτόματα τους φορείς της από τις προηγούμενες απορίες . Αρκεί η περιγραφή της σύμβασης, όπως αυτή ακριβώς είναι, και η ομαλή της ένταξη στην πυραμίδα του δικαίου. Το Μνημόνιο συνιστά μια βολονταριστική εκδήλωση συμβολαιικής ελευθερίας με όλες τις συναφείς εγγυήσεις (δικαίωμα απόφασης, υπαναχώρησης κ.λπ). Η εγκυρότητά του δεν μπορεί να εξαρτηθεί από δικαιικά αδιάφορες νόρμες δικαιοσύνης ή ηθικής των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Η αυτονομία της βούλησης δεν υπόκειται σε αξιολογήσεις της αλήθειάς της - φτάνει που το Κράτος μίλησε. Είναι, επίσης, σαφής η θέση του Μνημονίου στην ιεραρχία των κανόνων, παρά τον προγραμματικό πολιτικό του χαρακτήρα. Η νομική δέσμευση της χώρας να λάβει τα μέτρα εφαρμογής του ανάγεται, τελικά, σε ενωσιακή υποχρέωση. Συνεπώς, ακόμη και αν δεχτούμε ότι πρόκειται για παραχώρηση φύσει κυριαρχικών αρμοδιοτήτων, με την έννοια του 28 παρ.3 Σ., είναι προφανές, όπως υπονοεί στην εισήγησή της η Σαρπ, ότι αυτή έχει ήδη και μάλιστα έγκυρα αποφασιστεί. Η υπεράσπιση του Μνημονίου λειτουργεί τελείως αντίστροφα σε σχέση με τους αντιπάλους του: πρόκειται για μια ευρωκεντρική θέση η οποία υποδηλώνει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται με την εθνική κυριαρχία (εν προκειμένω το ακριβώς αντίθετο) ενώ παράλληλα επικυρώνει την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος. Το Μνημόνιο εγγράφεται στο ενωσιακό νομικό continuum, αφού αποτελεί, για άλλη μια φορά, μόνον άσκηση και όχι εκχώρησητης ιδιότητας του Κυρίαρχου.
 
2. Το Μνημόνιο και η μεταφυσική θεωρία της κυριαρχίας
                                                                                                                                                                                                                                                                        «...εκείνο που παραχωρείται είναι η άσκηση της κυριαρχίας και όχι κυριαρχία καθ'εαυτήν, η οποία                                                                                                       παραμένει στην πληρότητά της στον ελληνικό λαό»
 
            Τόσο, όμως, αυτοί που επιμένουν στην ουσία του Μνημονίου όσο και εκείνοι που προτάσσουν τη συμβατική του αυτοτέλεια μοιάζει να μοιράζονται μιαν ακλόνητη πεποίθηση που μας αφήνει, το λιγότερο, σκεπτικούς. Και τούτο γιατί η συνταγματική θεωρία δεν επανεξετάζει, παρά το κάλεσμα των καιρών, την κλασική, από τον Sieyès και μετά, διάκριση ανάμεσα στον (ψιλό) κύριο και τον (επι)καρπωτή της κυριαρχίας. Αντιθέτως, η συλλογική πίστη στην πραγματική φιγούρα ενός ανώτερου κυρίαρχου λαού που εμφανίζεται σποραδικά, εκτός δικαίου, και μετά απουσιάζει πανηγυρικά , αλλά συνεχίζει να δεσμεύει, όπως όλοι σχεδόν παραδέχονται, εντός δικαίου, το κατώτερό του συλλογικό υποκείμενο (δηλαδή τους αντιπροσώπους του), συνιστά την αξεπέραστη βάση του διαλόγου ως προς το Μνημόνιο, αλλά και ως προς κάθεπερίπτωση εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας. Η θεμελίωση, όμως, αυτή προσκρούει, θεωρητικά και πρακτικά, σε ένα σημαντικό πρόβλημα, διότι, στην πραγματικότητα, στερείται του ίδιου της του θεμελίου. Νομικά, και ίσως όχι μόνο, ο «κυρίαρχος λαός» αποδεικνύεται μάλλον μια ανεύρετη σύλληψη.
             Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένα «Μνημόνιο», σημερινό ή μελλοντικό, προβλέπει την αναμφισβήτητη κατάργηση της κυριαρχίας του ελληνικού Κράτους και την εκχώρηση της τελικής αρμοδιότητας στην τρόικα. Σε αυτήν την περίπτωση, η θεωρία θα ανέτρεχε αμέσως στο 28 παρ.3 Σ. ή στο 110 παρ.1 Σ., στην πρωτογενή δηλαδή συντακτική εξουσία, για να αποκλείσει λογικά (θετικισμός) ή αξιακά (φυσικοδικαιισμός) τη συνταγματική κατοχύρωση της αυτοκαταστροφικής σύμβασης. Αναπόφευκτη θα ήταν η θεωρητική σύγχυση: η «τρελή» αναθεωρητική λειτουργία θα εμφανιζόταν ταυτόχρονα ωςσυντακτική εξουσία - αφού θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει άλλες, λιγότερο σημαντικές αλλά, εντούτοις, αναντίρρητεςεπιλογές της πρωτογενούς - και ως συντεταγμένη, καθώς θα δεσμευόταν, ως προς τα καθ' ύλην σπουδαία, από την ίδια και απαράλλακτη βούληση . Η συμβατότητα του Μνημονίου και του κάθε Μνημονίου με έναν υπέρτερο του Συντάγματος συνταγματικό πυρήνα(φιλελεύθερη δημοκρατία), είτε αυτός λειτουργεί εσωστρεφώς είτε εξωστρεφώς , προϋποθέτει μια εκτός απόφασης «ουσία» της κυριαρχίας, εθνική ή ευρωπαϊκή, η οποία αποδίδεται σε έναν απόντα λαό.  
             Ακόμη, όμως, και αν παρακάμψουμε τα σύνθετα θεωρητικά προβλήματα, θα διαπιστώσουμε ότι και οι νομικές συνέπειες της δημοφιλούς διάκρισης ουσίας - άσκησης της κυριαρχίας είναι μάλλον ασήμαντες. Εάν διατρέξουμε τη συνταγματική μας ιστορία, θα ανακαλύψουμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι ολοκληρωμένες συνταγματικές μας μεταβολές, «παράνομες» και νόμιμες, ανέπτυξαν πλήρως τα κανονιστικά τους αποτελέσματα. Επίσης, κανένα δικαστήριο δενπεριφρούρησε ποτέ την περίφημη συντακτική εξουσία, δηλαδή τον «κυρίαρχο» λαό, αποδοκιμάζοντας την αναθεωρητική . Ακόμη, και όμως, αν το έκανε, αυτό δεν θα σήμαινε την επιβλητική (επαν)εμφάνιση του εν υπνώσει κυρίαρχου λαού, αλλά και πάλι, όπως συνεχώς συμβαίνει στο Κοινοβούλιο, την επικαιροποίησή του στο πρόσωπο του οργάνου που τον ερμηνεύει αυθεντικά. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη και όταν ο λαός παρουσιάζεται ως κατεξοχήν πρωτογενής και αυτεξούσιος, όπως για παράδειγμα στο δημοψήφισμα του 1974, δεν αποτελεί παρά την απόλυτα συντεταγμένη και όχι τη συντακτική εκδήλωση μιας προσδιορισμένης, βάσει νόμου και ερωτήματος, βούλησης . Σε ό,τι αφορά δε την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η επιμονή στο κριτήριο μιας πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας (ευρωπαϊκός λαός/δήμος), όχι μόνον δεν έχει αποτρέψει μέχρι τώρα την εκχώρηση από τα Κράτη στην Ε.Ε. παραδοσιακών κυριαρχικών αρμοδιοτήτων (π.χ. κοπή νομίσματος), αλλά μάλλον αποκλείει και τη δυνατότητα ανάδυσης ενός νομιμοποιημένου, με την έννοια του παντοδύναμου δημιουργού, «Ευρωπαίου Κυρίαρχου», διότι και αυτός μόνο παράγωγος μπορεί να είναι . Επιγραμματικά, η σύλληψη του «κυρίαρχου λαού» φαίνεται να δεσπόζει κυρίως στο φαντασιακό της νομικής θεωρίας.
            Γιατί, λοιπόν, παραμένουμε αθεράπευτα δέσμιοι της θεολογικής πεποίθησης στην ύπαρξη μιας ενσαρκωμένηςοντότητας που μας κληροδοτεί τα θελήματά της, ενώ πράττουμε συχνά, και όχι βέβαια μόνον εμείς , το ακριβώς αντίθετο; Πώς είναι δυνατόν να διερευνούμε τη συμβατότητα του Μνημονίου και του κάθε Μνημονίου με τη βούληση του αυθεντικού λαού του 1975, ο οποίος παραπέμπει σε αυτόν του 1911/1864, αν όχι πιο πίσω; Ίσως γιατί μόνον έτσι μπορούμε αφενός να διαφυλάξουμε επιστημολογικά την ιδιότητά μας ως συνταγματολόγοι και αφετέρου, ως πολιτικά υποκείμενα, να διατηρήσουμε τη (ψευδή) συνείδηση της ιδανικής δημοκρατικής νομιμοποίησης του αυτοκαθορισμού μας. Ωστόσο, στην παρούσα (μνημονιακή) συγκυρία, ακόμα και τα πιο βαριά ιδεολογικά ονόματα που συστηματοποιούν την έννομη τάξη και θεμελιώνουν την υπακοή μας σε αυτήν, όπως αυτό της κυριαρχίας , μοιάζει να έχουν χάσει τη διαπλαστική τους δύναμη